Η Κουλτούρα Της Βίας Του Χαβαλέ

violence

Δέκα μέρες μετά τη δολοφονία του μικρού Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου κι αφού ο κουρνιαχτός σιγά σιγά καταλαγιάζει, ας μιλήσουμε γι’ ένα θέμα που ελάχιστα συζητήθηκε τις μέρες της φωτιάς, αν και υπήρχε στο κέντρο του προβλήματος: Τη φυσική ανάγκη κάθε πιτσιρικά να τα σπάσει.

Το Δεκέμβρη του 1990, όταν ο μικρός Αλέξανδρος ήταν 2 ετών, έγιναν κάτι τρομερές καταλήψεις στα γυμνάσια και τα λύκεια όλης της χώρας ως αντίδραση για το νομοσχέδιο του κυρίου Κοντογιαννόπουλου που ήθελε να φοράμε ποδίτσες και να μιλάμε ευγενικά στους καθηγητές κι εκτός σχολείου, γιατί θα μπορούσαν να μας ρίξουν αποβόλα. Πήγαινα γυμνάσιο τότε και τα θυμάμαι σαν χτες: Πάλι ως “έκρηξη της νεολαίας” το προέβαλλαν οι εφημερίδες (αρχίσαμε να διαβάζουμε και εφημερίδες, γιατί μας γράφανε), ότι “τα νιάτα ξεσπαθώνουν” και “πολεμάνε για τα δίκια τους”, τέτοια γράφανε, ειδικά οι εφημερίδες του ΠΑΣΟΚ, που ήταν στην αντιπολίτευση. Γρήγορα μπλέχτηκαν και τα κομματόσκυλα, έγινε νιανιά η ιστορία, έπεσε κι ένας νεκρός, το νομοσχέδιο αποσύρθηκε (αλλά εμείς συνεχίζαμε την κατάληψη), και ποτέ δεν κουβεντιάστηκε μια σημαντική αιτία γι’ όλα αυτά: Για παραπάνω απ’ ένα μήνα δεν κάναμε μάθημα. Πηγαίναμε στο σχολείο και παίζαμε, και χαζεύαμε και, κυρίως, πετάγαμε πράγματα από τους ορόφους (θρανία, γλάστρες, ένα ποδήλατο) για να δούμε πώς θα σκάσουν στο έδαφος, δέκα μέτρα χαμηλότερα – δηλαδή όλα τα πράγματα που δεν μπορούσαμε να κάνουμε ελεύθερα πριν. Σύμφωνοι, το νομοσχέδιο ήταν που δικαίως πυροδότησε την αντίδρασή μας, η αφορμή, αλλά η εφηβική τσίτα ήταν η φλόγα που κρατούσε τον “αγώνα” ζωντανό γι’ όλο αυτό το διάστημα. Η απόλαυση του να βλέπεις το θρανίο να σκάει στην άσφαλτο και να γίνεται μια άμορφη μάζα από σίδερα βαμμένα πορτοκαλί και πράσινη φορμάικα.

Δεν ξέρω αν έχεις γεράσει και δεν τα θυμάσαι, αλλά ο κάθε πιτσιρικάς που φτάνει στην εφηβεία, όταν βράζει το αίμα, παθαίνει μια παράκρουση, νιώθει μια βίαιη αντίδραση απέναντι στους γονείς του, στους καθηγητές, τους πάντες. Είναι σαν μια δεύτερη γέννηση η μετάβαση από την παιδικότητα στην αντρίλα, κι εκφράζεται εδώ και δεκαετίες με τον ίδιο τρόπο: με βία. Τα ψευτοπλακώματα στις παρέες, τα κανονικά πλακώματα με το διπλανό σχολείο, τα γιουρούσια στα γήπεδα, τα γηπεδικά συνθήματα στα προαύλια, η αγελαία συμπεριφορά, ακόμα και το να γράφεις στο θρανίο, στους τοίχους, στα παράθυρα, είναι η έκφραση αυτής της εφηβικής κουλτούρας που είναι κυρίαρχη παντού, από τη Γκράβα μέχρι το Αμερικάνικο Κολέγιο. Δεν υπάρχει πιο συγχυσμένο, μπερδεμένο και αποπροσανατολισμένο πλάσμα στη γη από τον έφηβο-homo sapiens. Βλέπεις, κι αυτή η τσίτα που νιώθει είναι μια κατάσταση φυσιολογική, όλοι περνάμε απ’ αυτό το στάδιο, κι ανάλογα με την παιδεία και την ανατροφή που κουβαλάμε το ξεπερνάμε λιγότερο ή περισσότερο επώδυνα (αλλά πάντα επώδυνα).

Από το ’90 και μετά αυτό το πρωτοφανές που κάναμε εμείς έγινε ετήσιο τελετουργικό: Κάθε χρόνο, με κάθε αφορμή, οι πιτσιρικάδες κάνανε κατάληψη για να χάσουν μάθημα και να σπάσουν πράγματα. Μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, γι’ αυτό γίνονται οι καταλήψεις στα σχολεία. Στις μέρες μας πλέον η κατάληψη είναι πασέ, αυτονόητη μορφή αντίδρασης χαβαλέ. Ο θάνατος του μικρού Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ήρθε ως ένα τρομερό, κολοσσιαίο ερέθισμα για να βγάλει τα πιτσιρίκια από τα σχολεία στους δρόμους. Και μαζί με τη δίκαιη οργή τους, βγήκε στους δρόμους και η βία τους.

Τι περίμενες; Παιδιά είναι.

Το αν θα μπορούσε αυτή η κουλτούρα να αμβλυνθεί σε ένταση, ώστε όλη αυτή η βία να διοχετεύεται πιο ανώδυνα (ίσως και πιο παραγωγικά) είναι ένα θέμα. Ένα άλλο θέμα.

Αυτό που με έχει αφήσει έκπληκτο είναι αυτό που κάνουν κάποιοι που προφανώς δεν θυμούνται πώς είναι να είσαι έφηβος. Περισπούδαστοι σχολιαστές σε τηλεοράσεις και εφημερίδες γράφουν και μιλάνε βαρύγδουπα για “τη νεολαία μας” που της “κλέψανε τα όνειρα” και που “δεν θα βρίσκουνε δουλειά” κι άλλες τέτοιες ανοησίες. Μερικοί ζητάνε να δώσουμε και ψήφο στους 16άρηδες και τους 17άρηδες. Σε λίγο θα ζητήσουν να τους δώσουμε και δίπλωμα οδήγησης, για να τελειώσουν τα βάσανά μας μια ώρα αρχύτερα, να πεθάνουμε όλοι στους δρόμους.

Όλοι αυτοί προσπαθούν να φορτώσουν με ιδεολογία μια έκρηξη ορμονική, κι αυτό είναι λάθος. Είναι σαν να βγάζεις τα μάτια σου με τη Ρία Αντωνίου και οι σχολιαστές στις εφημερίδες να το ερμηνεύουν ως “καταδίκη της κουλτούρας των κοκαλιάρικων μοντέλων”. Είναι παράλογο. Μοιάζουν να μην καταλαβαίνουν την απλή αλήθεια: Ότι ο πιτσιρικάς που βάζει φωτιά στον κάδο απορριμμάτων δεν βάζει φωτιά επειδή του “κλέβουνε τα όνειρα” κι επειδή ύστερα από εφτά χρόνια δεν θα βρίσκει δουλειά.

Βάζει για να δει πώς καίγονται τα σκουπίδια.

Y.Γ. Εννοείται ότι όλοι οι νεαροί που βγήκαν στους δρόμους τις τελευταίες μέρες δεν έσπασαν και δεν κατέστρεψαν. Οι πορείες, οι καθιστικές διαμαρτυρίες, τα λουλούδια, τα κεράκια, τα “Οδός Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου” ήταν αντιδράσεις συγκινητικές, πανίσχυρες, κορυφαίες, και ίσως ενδεικτικές του πώς θα μπορούσε να είναι κάθε αντίδραση, αν η κουλτούρα της βίας του χαβαλέ άλλαζε ραγδαία. Είπαμε: Το πώς είναι άλλο θέμα.