Το Πρόβλημα Με Την Αλήθεια Και Το Έγκλημα Της Ελληνικής Δημοσιογραφίας

Ασφαλώς το επισήμανες όταν έγινε γνωστή η σοκαριστική δολοφονία του 44χρονου πατέρα Μανώλη Καντάρη το πρωί της Τρίτης, 10 Μαΐου: Όλα τα media τον ανάφεραν ως «ο 44χρονος». Δεν ήταν η πρώτη φορά που πρόσεχα μια τέτοια αναφορά στα μέσα, ίσα ίσα –ειδικά στην τηλεόραση η ηλικία ενός ανθρώπου είναι το χαρακτηριστικό που χρησιμοποιείται συχνότερα απ’ όλα γι’ αυτή τη δουλειά (ευτυχώς που δεν έχει πάθει τίποτα η Άννα Βίσση, να λες). Για κάποιο λόγο, όμως, αυτή τη φορά η χρήση της μου έκανε στ’ αλήθεια εντύπωση. «Ο 44χρονος». Γιατί; Δεν ήταν υπόδικος. Δεν εκκρεμούσε κάποια υπόθεσή του. Ήταν θύμα. Για ποιο λόγο ήταν μυστικό το όνομά του;

Την επόμενη μέρα άγνωστοι ξυλοκόπησαν το φοιτητή Γιάννη Καυκά (δες φωτογραφίες που έχει τραβήξει) σε διαδήλωση στην Αθήνα, και ο άνθρωπος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση. Πάλι το ίδιο: Τα media τον ανάφεραν ως «ο 31χρονος» χωρίς να αποκαλύπτουν το όνομά του. Ήταν θύμα κι αυτός –πού ήταν το μυστικό;

Μπορεί εγώ να φταίω, μπορεί να έχω πρόβλημα, μπορεί κάτι να μη σκέφτομαι σωστά, αλλά το όλο θέμα δεν μου καθόταν καλά. Επρόκειτο για δύο πολύ σημαντικές ειδήσεις, τις σημαντικότερες των ημερών, και η απόκρυψη των ονομάτων μου έμοιαζε παράλογη. Για να βρω μιαν απάντηση, τηλεφώνησα στον έμπειρο αστυνομικό συντάκτη του «Βήματος» Διονύση Βυθούλκα. Είναι θέμα δεοντολογίας; Είναι θέμα νομικό; Γιατί δε λένε τα ονόματα;

mottoΟ Βυθούλκας μου επιβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει «κανόνας» να μην αναφέρονται τα θύματα εγκλημάτων (και, πράγματι, τις επόμενες ημέρες τα ονόματα και των δύο θυμάτων άρχισαν να αναφέρονται ανοιχτά), αλλά συνήθως οι δημοσιογράφοι αποφεύγουν να τα γράφουν και οι εφημερίδες να τα δημοσιεύουν γιατί –πρόσεξε- «μπορεί κάποιος συγγενής να το μάθει από τις εφημερίδες και δεν πρέπει». Έχουν συμβεί τέτοια περιστατικά στο παρελθόν, όπως μου εξήγησε, και δεν ήταν καθόλου ευχάριστα. Εγώ, βεβαίως, έχω αντίρρηση περί αυτού: Ένα τέτοιο συμβάν αποτελεί είδηση κορυφαία, την οποία ο δημοσιογράφος έχει την υποχρέωση να μεταδώσει στο κοινό, κι αυτό είναι πιο σημαντικό πράγμα από την ταραχή που θα πάθει ένας θείος όταν ανοίξει την εφημερίδα (υπολογίσιμη κι αυτή, σύμφωνοι –αλλά όχι περισσότερο σημαντική από το δημόσιο συμφέρον). Ο αστυνομικός συντάκτης (δεν ξέρω την ηλικία του) διαφώνησε. Μου είπε επίσης ότι «το όνομα του θύματος είναι προσωπικό δεδομένο» και πως «η είδηση δεν είναι το όνομα αλλά το γεγονός». Διαφωνώ κάθετα, οριζόντια και διαγώνια και με τους δύο ισχυρισμούς και, πριν προλάβεις να διατυπώσεις ενστάσεις, μάθε πως πράγματι σε αρκετά μεγάλο βαθμό είναι θέμα γνώμης.

Δεν υπάρχει κανένας παγκόσμιος κώδικας δεοντολογίας σε ισχύ, κι αυτοί που υπάρχουν και στις πιο εξελιγμένες χώρες είναι σε πολλές περιπτώσεις γενικόλογοι και ασαφείς. Στις ΗΠΑ, ας πούμε, πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι ο πρώην κυβερνήτης της Καλιφόρνιας Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ είχε εξώγαμο παιδί με μια υπηρέτρια, και γι’ αυτό χώρισε με τη γυναίκα του. Οι εφημερίδες, βεβαίως, βρήκαν το όνομά της υπηρέτριας. Οι Los Angeles Times, που έβγαλαν πρώτοι την είδηση, επέλεξαν να μην το δημοσιοποιήσουν, για να προστατεύσουν το δεκάχρονο παιδάκι –και υποθέτει κανείς ότι κάτι αντίστοιχο θα γινόταν κι εδώ. Οι New York Times, όμως, το δημοσίευσαν κανονικότατα καθώς, όπως δήλωσε ο διευθυντής τους, η δημοσιοποίηση των λεπτομερειών της υπόθεσης είναι προς το δημόσιο συμφέρον.

Μπορεί να πει κανείς ότι ένας είναι ο κανόνας που υπαγορεύει τη δεοντολογία της δημοσιογραφίας: Το δημόσιο συμφέρον είναι η αλήθεια. Η αποκάλυψη της αλήθειας είναι ο μόνος στόχος της δημοσιογραφίας. Οι περιπτώσεις στις οποίες δεν πρέπει να αποκαλύπτεται η αλήθεια (ή ολόκληρη η αλήθεια) είναι οι εξαιρέσεις. Κατά τη γνώμη μου (και μπορεί να κάνω λάθος), η δημοσιοποίηση των ονομάτων των θυμάτων στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις ήταν απαραίτητη για να είναι η είδηση ολοκληρωμένη και σωστή. Αλλά νομίζω ότι η υπόθεση καταδεικνύει ένα βαθύτερο πρόβλημα.

Το πρόβλημα είναι το εξής: Εδώ στην Ελλάδα δεν έχουμε συνηθίσει τη δημοσιογραφία σ’ αυτό το ρόλο. Ο κόσμος δεν εμπιστεύεται τα Μέσα, και η ευθύνη είναι αποκλειστικά των Μέσων που σε 35 χρόνια δημοκρατίας δεν έχουν καταφέρει να γίνουν φορείς της αλήθειας. Κανένα από τα media που παρακολουθείς δεν παράγει σταθερά αντικειμενική δημοσιογραφία και κανένα δεν υπηρετεί πρώτα και πάνω απ’ όλα την αλήθεια. Σε όλα υπάρχουν φίλτρα και διακρίσεις και συμπάθειες και αντιπάθειες και συμφέροντα και φίλοι και πελάτες και αλλόκοτοι αυτοσχέδιοι κανόνες σαν το «ο 27χρονος» και έτσι τελικά το δημοσιογραφικό προϊόν που παράγουν οι εγχώριοι εκδοτικοί οργανισμοί εκπαιδεύει τελικά το κοινό στο να μην τους παίρνει και πολύ στα σοβαρά.

Λίγες μέρες μετά την επίθεση στο Γιάννη Καυκά, η οικογένειά του ζήτησε δημόσια από οποιονδήποτε ήταν στη διαδήλωση και είχε βίντεο ή φωτογραφίες από την επίθεση στο παιδί τους, να τους το παραδώσει για να εντοπιστούν οι θύτες, μια παράκληση απόλυτα κατανοητή. Ζήτησαν όμως και κάτι άλλο: Να μη δημοσιοποιηθεί πουθενά αυτό το υλικό.

Γιατί είναι κακό να δημοσιοποιηθεί ένα βίντεο που δείχνει ποιος προσπάθησε να σκοτώσει το παλικάρι; Τι κακό μπορεί να βγει από τη δημόσια αποκάλυψη της αλήθειας; Σε ποιά άλλη δυτική δημοκρατία οι πολίτες φοβούνται την αλήθεια και θεωρούν ύποπτο και επικίνδυνο ό,τι δημοσιοποιείται;

Αυτή η παράκληση ήταν που μου υπογράμμισε το πρόβλημα, που το έκανε γλαφυρό. Πάρτην από μόνη της και σκέψου: Αυτή η πρόταση μονάχη αποδεικνύει τη διαχρονική και παταγώδη αποτυχία της δημοσιογραφίας σ’ αυτή τη χώρα.