Κάτι Σαν Χαϊκού

Το χαϊκού είναι μια ιαπωνική μορφή ποίησης στην οποία κάθε ποιηματάκι αποτελείται απο τρεις στίχους και κάθε στίχος έχει συγκεκριμένο αριθμό συλλαβών: 5, 7, και 5. Για το τεύχος Απριλίου του 2003 του Esquire δοκίμασα να γράψω είκοσι τέτοια ποιηματάκια, τα οποία θα έμπαιναν στην (πάντα σουρρεαλιστική) τελευταία σελίδα. Στην Ελληνική γλώσσα, που δεν τσιγγουνεύεται φθόγγους και συλλαβές, το χαϊκού είναι εξαιρετικά δύσκολο -οπότε αποφάσισα να αγνοήσω πλήρως τους περιορισμούς, και να γράψω απλά τρίστιχα ποιηματάκια. Αυτά έκτοτε απέκτησαν δική τους ζωή (και αλλού, δες το ξεκαρδιστικό χαϊντόκου) και, φυσικά, έγιναν πολύ περισσότερα. Εδώ έχω τα αρχικά 20 που δημοσιεύτηκαν το 2003, κι άλλα τριάντα. Θα προσθέτω περισσότερα κατά καιρούς.

UPDATE: Τα κάτι-σαν-χαϊκού μου τώρα και στο Twitter.

 

Βαθιά, δεν την φτάνω
Ξεραμένη, ξεχασμένη
Μια μύξα

Πνίγηκες απότομα
Καταραμένη μύγα, γιατί έπεσες
Στη μπίρα μου

 

Η κατσαρίδα μπήκε
απρόσκλητη στη ζωή μου
ΚΡΑΤΣ

 

Τι όμορφη που είναι
Με μάτια σαν πράσινες λίμνες
Τι βυζάρες!

Μα που πήγε
και χάθηκε ο στιλός μου
Α, νάτος

Ψες στο μώλο
Είδα το Χαν Σόλο
Μάζευε χόρτα

Έχω χρόνια κατάθλιψη
Ευχαριστώ, Άγιε Βασίλη
Για το πιστόλι

 

Το δάσος, η άνοιξη
Μαμούνια. Πευκοβελόνες
Τσιμπούν τον πωπό μου

Μοιάζει με τηλεόραση
Κι αυτό είναι μυστήριο
Το νέο μου πλυντήριο

Ποιος είναι αυτός;
Ποιος; Αυτός
Ένα-μηδέν
Ω, αυτοκίνητό μου
Αν είχα άπειρα λεφτά
Θα έπαιρνα άλλο

Ανώνυμε μετανάστη
Στα ορυχεία του Βελγίου
Γεια σου

Σουλατσάρει αδιάφορα
Η χαμηλοβλεπούσα χελώνα
Μέχρι το τέλος

Έχω αϋπνίες
Φασαριόζοι γείτονες
Θα πεθάνετε αύριο

Ένα βράδυ που ‘βρεχε
Που ‘βρεχε μονότονα
Βράχηκα, βαρέθηκα

Δεν κοιμάμαι πια
Βουίζει όλη νύχτα
Το ψυγείο
Ωραίο δαχτυλίδι
Φρόντο, τράβα πέτα το
Είπε ο Γκάνταλφ

Δεν είχα φανταστεί πως
Είναι μόνο δεκαπέντε χρονών
Κύριε αστυφύλακα

Λίγο ακόμα κατέβα,
Άτιμο παντελόνι, να το δω
Κόκκινο στρινγκ
Χυδαίο ζουζούνι,
μελλοθάνατο. Είσαι παραβολή
Της κενής ζωής μου

Η δική μου αλήθεια
Είναι ακόμα εκεί έξω
Μόλντερ

Μόνιμα υγρό
Σέρνει, λένε, καράβι
Το ρυμουλκό

Τον κοίταξε στα μάτια
Έξυσε τη μασχάλη του
Σαν να το ήξερε

Θα σκοτώσω
Τον Αρχιδούκα Φερδινάνδο
Κανείς δεν θα νοιαστεί

Ο τρόπος
Μένει πάντα ίδιος
Waxon, waxoff

Ω, αίσθημα πληρότητας
Ηδονή! Όταν κάνω έρωτα
Στον εαυτό μου

 

 

 

Γνώρισα, αλίμονό μου
Το απόλυτο κακό. Είναι η μάνα
Του Τόνι Σοπράνο

Τρίχες μασχάλης
Δάχτυλα στα πόδια
Γιατί;

 

Δώρο άσπονδου φίλου
Αγέρωχο λάμπεις μπροστά μου
Κιτς λαμπατέρ

Ω, τι μπόχα
Πόσο βρωμά όταν ιδρώνει
Ο Σούπερμαν

 Φράνσις Φορντ
Κόπολα. Ράινερ Βέρνερ
Φασμπίντερ

Στητός, αειθαλής,
Αγέρωχος. Πόσο πολύτιμος
Ο τηλεφωνικός στύλος

 

Δεν υπάρχει ευτυχία
Που να κόβεται στα… Α!
Ένα εικοσάρικο!

 

Καρβουνιασμένο τακάκι
Πιάσε, γαμώτο
Πιάσε!

 

Στρίβεις γύρω γύρω
Σαν DNA, αέναα
Ω, τιρμπουσόν!

 

Με εκμηδένισες
Κατάντησα σα γόμα
Που δε σβήνει

 

Παλιό άλμπουμ
Αναμνήσεις, εικόνες, φως
Παλαβά μαλλιά!

 

Κυκεώνας κακαρισμάτων
Καταστρέφει και κρύβει
Κινδύνους, καημούς

 

Γυρνάς γύρω-γύρω
Σου κρέμονται οι πέτσες
Ζουμερό αρνάκι

 

Γάβ, σχολίασε,
Έτσι για τους τύπους
Ο σκύλος
(Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Λολίτα, 2ο μέρος, κεφ.29)

Δύο. Κι άλλα δύο.
Πάσο. Τα ρέστα μου.
Τα βλέπω.

 

Θα μου το κλείσεις
το σπίτι, λάγνε μου
Αρχιμανδρίτη

Σαν άνευ σκοπού
Ανώφελη, άχρηστη
Ξεδοντιασμένη τσουγκράνα

Δηλούν δεινά
Τα μάτια σου τα λάγνα
Τα ζουμερά βυζιά

Παλιά επιτραπέζια λάμπα,
δουλεμένη από τεχνίτη Aνατολίτη
με φαντασία και πρόβλεψη
(Κική Δημουλά, Ωδή σε μια επιτραπέζια λάμπα)

Των τοιούτων ο ψόγος
Εστί έπαινος, και όποιος
το λέει είναι

Μην κάνεις στους άλλους
Αυτά που θέλουν
Να κάνουν μόνοι

Ανυπόφορη, ανόητη
Ανεγκέφαλη, αναίσθητη
Αψεγάδιαστη!

Όλες οι γυναίκες που
Έχεις γαμήσει απ’ τον κώλο
Έχουν πατέρα

Στο μουχλιασμένο νερό
Της τουαλέτας επιπλέουν
Δυο μπαταρίες

Έχω το κορμί
Αρχαίου Θεού
Του Βούδα

Οι άνθρωποι στους
Πίνακες του Πικάσο κάνουν
Τα στραβά μάτια

Ανάποδα τιμόνια
Σε δρόμο με
Λακούβες

Πόσο; Έξι
Να τη φας και
Να ‘ναι κρύα

 

Η γυναίκα του
Ελαιοχρωματιστή
Τον παίρνει

Ο λύκος της
Στέπας δεν ψάχνει
Κόκαλα

Έχει δυνατό χαρακτήρα
Αυτός που μπορεί να χέζει
Χωρίς να κατουρήσει

Μη με κοιτάς
Ατάραχος. Σε καταρρίπτω
Μύθε

Η θάλασσα ήταν λεία
Μπλε, σαν Σουμπαρού
Ιμπρέζα

Είσαι καλή
Μαγείρισσα. Σου έφυγα μα
Γύρισα

Κάποτε ερχόσουν
στη δουλειά, χωρίς σουτιέν
όχι πια