Οι Κολασμένες Διακοπές Ενός Έλληνα Γκρινιάρη

UPDATE: Από το 2017 έχω αποκηρύξει το κάτωθι κείμενο. Δεν μου αρέσει πια, δεν ταιριάζει με την αισθητική μου και το τι θεωρώ πια αστείο, και το αφήνω εδώ μόνο και μόνο για να μου θυμίζει πόσο αλλάζουν οι άνθρωποι. Αναρωτιέμαι πώς θα είμαι σε άλλα δέκα χρόνια. Τι από αυτά που γράφω σήμερα θα απορρίπτω έτσι; Τέλος πάντων, αυτά είναι δικά μου θέματα, μη σας ζαλίζω. 

Ένας Έλληνας πάει διακοπές και καταγράφει τις εμπειρίες του σε ένα blog, το www.kolasmenesdiakopes.gr ως μέσο ψυχανάλυσης, για να μην αναγκαστεί να καρυδώσει τη γυναίκα του, τους φίλους του και, τελικά, τον εαυτό του παραθερίζοντας στην υπέροχη αυτή χώρα.

24 Ιουλίου, 10:32

Τελευταία μέρα στη δουλειά κι αισθάνομαι ήδη κουρασμένος, με πονάει το κεφάλι απ’ τη γκρίνια της, απ’ το τεχνητό άγχος αν προλάβαμε να τα πάρουμε όλα, μήπως ξεχάσαμε τίποτα, αν κλειδώσαμε το σπίτι, ποιός θα ποτίζει τα φυτά, αν κάνανε καλό σέρβις στο αμάξι, αν θα προλάβουμε το καράβι, αν θα με πιάσουν οι δραμαμίνες, αν θα είναι καλό το ξενοδοχείο, αν θα φυσάει, αν θα κάνει υπερβολική ζέστη, αν θα κολλήσουμε γρίπη των χοίρων, αν θα την πνίξω, αν θα πνιγώ.

Σήμερα φεύγω για διακοπές μαζί της.

Έλα, Σεπτέμβρη. Βιάσου.

24 Ιουλίου, 16:32

Υπάρχουν στιγμές που ο άντρας κάθεται μόνος του με τον εαυτό του και σκέφτεται τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και το ρόλο του στη ροή των πραγμάτων. Ακίνητος στην ουρά για να μπεις στο φέρι μπόουτ είναι μία από αυτές.

24 Ιουλίου, 18:44

Τη βρίσκω καθώς μασουλάει κάτι καφέ κι απροσδιόριστο. Έχει περάσει μιάμιση ώρα από τότε που ειδωθήκαμε τελευταία φορά, όταν η κυρία της ζήτησε να κατέβει από το αυτοκίνητο ώστε να μείνω μόνος μου στην ουρά για το πλοίο, κι αυτή κατέβηκε κι απομακρύνθηκε φωνάζοντάς μου να μην ξεχάσω την τσάντα με τα μπισκότα, το φούτερ, το βιβλίο της, τα σταυρόλεξα και τη φωτογραφική μηχανή για το ταξίδι. Στη συνέχεια ανέλυσα τα προβλήματά μου περιμένοντας, και μετά έφτασα μπροστά στους πιο αμείλικτους κριτές της οδηγικής ικανότητας στο σύμπαν, τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να κάνουν το Σουμάχερ να κλάψει με αναφιλητά γιατί δεν έκανε «δεξιά, έλα έλα έλα ΩΠΑ» αμέσως μόλις του το ζήτησαν, τους αυταρχικούς φωνακλάδες με τα λευκά μπλουζάκια που κατευθύνουν τα αμάξια στα έγκατα του πλοίου και κακοποιούν λεκτικά τους οδηγούς που δεν τα παστώνουν όσο ασφυκτικά θα ήθελαν. Ανεβαίνω κοντά της με τα νεύρα μου τσατάλια, και συναντώ το τόσο γνωστό της βλέμμα, το στωικό, το της αναμενόμενης, επαναλαμβανόμενης, σχεδόν πληκτικής απογοήτευσης. Φυσικά έχω ξεχάσει την τσάντα.

24 Ιουλίου, 22:21

Λυπάμαι τους ανθρώπους που πουλάνε χαρτομάντιλα στα φανάρια, τους ανθρώπους που δουλεύουν στα μπουζούκια, τις στριπτιτζούδες-θύματα trafficking, αλλά η κατηγορία ανθρώπων που βρίσκεται στο #1 της λίστας του οίκτου μου είναι αυτοί που κοιμούνται στο πάτωμα του καραβιού όταν ταξιδεύω. Τους βλέπω και κλαίω.  Γιατί πόσο παρατημένος πρέπει να είσαι, πόσο κουρασμένος απ’ τη ζωή, για να ξαπλάρεις σε μια κουβερτούλα χάμω, στη μοκέτα τη λερωμένη από τότε που πρωτοτοποθετήθηκε στο καράβι το 1988, με το μάγουλο πρακτικά κολλημένο στη δονούμενη λαμαρίνα του πλοίου, και να κοιμάσαι μακάρια; Ένιωσα τύψεις όταν βγήκα απ’ την καμπίνα για να πάω να πάρω ένα νεράκι, και πάτησα αυτόν που κοιμόταν έξω απ’ την πόρτα.

25 Ιουλίου, 04:40

Γιατί άλλαξε το βουητό της μηχανής; Έσβησε; Ή δουλεύει πιο έντονα; Πλέουμε ακυβέρνητοι στο πέλαγο; Βαρέσαμε σε ξέρα; Και πώς μπορεί αυτή και κοιμάται ανενόχλητη, σα γομάρι, λες και δεν τρέχει τίποτα;

25 Ιουλίου, 07:22

Φτάσαμε στο νησί με μόνο τρεις ώρες καθυστέρηση και χωρίς καμία μηχανική βλάβη, πράγμα που νομίζω είναι ρεκόρ ταχύτητας και αξιοπιστίας για την ναυτιλιακή εταιρία, χαλάλι τα 370 ευρώ. Όπως πάντα είχα καταφέρει να παρκάρω το αυτοκίνητο πιο βαθιά στο καράβι απ’ όλους (κόμπλεξ;) πράγμα που σημαίνει ότι βγήκα τελευταίος, πάντα υπό το θορυβώδες abuse των τύπων με τα λευκά μπλουζάκια. Μετά από μια άγρυπνη νύχτα και μια ώρα εισπνοής  αναθυμιάσεων από εξατμίσεις στα έγκατα ενός πλοίου, το τελευταίο που χρειαζόμουν ήταν το βλέμμα της στο λιμάνι, έξω. «Μια ώρα έκανες», μου είπε.

25 Ιουλίου, 10:34

Το δωμάτιό μας είναι πιο μικρό, πιο σκοτεινό και πιο μακριά από τη θάλασσα από ό,τι έγραφε το website, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο. Αυτό που δεν ήταν αναμενόμενο είναι η μυρωδιά. Το δωμάτιό μας μυρίζει αμυδρά χλωρίνη και σπίτι γιαγιάς που έχει γάτες, και έχει μέγεθος περίπου το μισό της κρεβατοκάμαράς μας στην Αθήνα. Πιστεύω ότι είναι βλακώδες να πηγαίνεις διακοπές και να μένεις σε καταλύματα που είναι χειρότερα απ’ το σπίτι σου και της το λέω, κι αυτή μου λέει να μην είμαι μουντρούχος και γεροπαράξενος και ότι απ’ το σπίτι μας στην Αθήνα δεν βλέπουμε τη θάλασσα. Σ’ αυτό έχει δίκιο. Επίσης απ’ το σπίτι μας δεν βλέπουμε ένα χωμάτινο παρκινγκ, ένα μαγαζί με μπουγάτσες και κοτομπέικον και την πλάτη ενός ξενοδοχείου της συμφοράς, αλλά εδώ τα βλέπουμε μια χαρά, και είναι πολύ πιο κοντά από τη θάλασσα.

25 Ιουλίου, 14:10

Παρ’ όλο που πεινάω του θανατά και νυστάζω πρέπει να πάμε για μπάνιο, γιατί έξι μέρες έχουμε όλες-όλες, μου λέει, οπότε πρέπει να κάνουμε όσα περισσότερα μπάνια γίνεται, όπως όταν ήμασταν παιδάκια και μετράγαμε τα μπάνια και τα παγωτά. Της λέω ότι αν πάει μόνη της για μπάνιο θα με νικήσει, και μετά θα της πάρω και παγωτό και θα κερδίσει και σ’ αυτό. Το βλέμμα πάλι. Πηγαίνουμε στην παραλία μπροστά στο χωριό για πιο γρήγορα, στην οποία το νερό έχει τη θερμοκρασία ούρων και τη διαύγεια κοκακόλας. Κάνω μια βουτιά και αισθάνομαι σαν το παιδάκι στο Slumdog Millionaire που ήταν παγιδευμένο στην τουαλέτα και ήθελε πάρα πολύ να πάει να δει τον σταρ του σινεμά. Βγαίνω, αποκοιμιέμαι στην ξαπλώστρα κι όταν ξυπνάω μ’ έχει πιάσει ο ήλιος. Το δεξί μισό μου είναι ροδοκόκκινο σαν τον Μπέιμπ το γουρουνάκι. Ο υπόλοιπος είμαι κάτασπρος. Για πρώτη φορά στις διακοπές μας, εκείνη ξεκαρδίζεται στα γέλια.

25 Ιουλίου, 16:19

Πίσω στο δωμάτιο, προσπαθώ να πνίξω την απογοήτευσή μου μ’ ένα ντους. Πιστεύω ότι το πιο εκνευριστικό πράγμα στις διακοπές είναι ότι η ντουζιέρα ποτέ δεν έχει αρκετή πίεση. Ρίχνεις το νερό απάνω σου και είναι σα να σε κατουράει σκύλος. Γι’ αυτό δεν νιώθω ποτέ καθαρός στις διακοπές.

25 Ιουλίου, 17:32

Μετά από περίπου ογδόντα ώρες επιτέλους κατάφερα να τη σύρω για φαγητό. Με ακολούθησε με αδιαφορία και ελαφριά ενόχληση, καθώς το φαγητό γι’ αυτή είναι κάτι δευτερεύον, μια συνήθεια, ένα χόμπι. Δεν το ‘χει ανάγκη. Τρέφεται από αέρα, φωτογραφίες γυναικείων περιοδικών και την αόρατη ορμόνη που εκκρίνεται όταν τα νεύρα μου γίνονται τσατάλια. Το πιο κοντινό μας φαγάδικο (αν δεν υπολογίσεις το κοτομπέικον-σοπ –και δεν το υπολογίζω) ήταν ένα από αυτά που ο κατάλογός τους έχει φωτογραφίες. Συμβουλή: Όταν ο κατάλογος του εστιατορίου έχει φωτογραφίες των φαγητών, σήκω, μάζεψε κινητά, και τρέξε. Πεινούσα όμως, τι να κάνω. Μας σέρβιραν ένα παραδοσιακό ελληνικό πιάτο που λεγόταν «Meat Lover’s Delight». Ένα πιο ταιριαστό όνομα θα ήταν «Στένωση αορτής». Είχε μέσα απροσδιόριστα κρέατα, χοιρινά, μοσχαρίσια, κοτοπουλίσια, σκυλίσια, γατίσια, ψημένα μέχρι να γίνουν κάρβουνο μαζί με τρία υπερμεγέθη λεμόνια κομμένα στη μέση, με το κόνσεπτ προφανώς να είναι ότι πρέπει να πνίξεις το καρβουνιασμένο κρέας στο λεμόνι μέχρι που να αποκτήσει γεύση λεμόνι και να ξεχάσεις ότι στην ουσία τρως κάρβουνα. Παρήγγειλα μια κοκακόλα για να σβήσω τη γεύση λεμόνι.

25 Ιουλίου, 17:45

Η Ελληνική ταβέρνα πρέπει να είναι το μόνο σημείο στο σύμπαν όπου εξακολουθούν να υπάρχουν οι κοκακόλες στα μπουκάλια των 240ml, σε ποσότητα δηλαδή αρκετή για να γεμίσει ένα μικρό ποτήρι κατά τα 2/3. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι αυτή η συσκευασία έχει καταργηθεί παγκοσμίως από τη δεκαετία του ’70, και ότι οι ελληνικές ταβέρνες τα χρόνια εκείνα είχαν κάνει αχανή στοκ για κάποιο λόγο, ποιος ξέρει, χούντα ήτανε, μπορεί οι συνταγματάρχες να νόμιζαν ότι η τιμή της κοκακόλας θα αυξηθεί, και αυτό το στοκ το καταναλώνουμε μέχρι σήμερα. Ήπια τρεις. Ακόμα νιώθω την ταγκή γεύση του λεμονιού πάνω στο κάρβουνο.

25 Ιουλίου, 23:45

Το καλοκαίρι έχεις την ευκαιρία να πας σε μπαρ χειρότερα από αυτά που έχεις στην πόλη σου για να πιεις ποτά χειρότερα από αυτά που πίνεις στην πόλη σου και να ακούσεις μουσική χειρότερη από αυτήν που ακούς στην πόλη σου. Αλλά είσαι κοντά στη θάλασσα, και το υπόλοιπο clientele είναι ροδοκόκκινο απ’ τον ήλιο, οπότε το όλο θέμα έχει μια γοητεία για μερικούς. Εκείνη λικνιζόταν ονειρικά με μισόκλειστα μάτια υπό τους ήχους της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής ρέγκε, καθώς εγώ συνειδητοποιούσα το μεγάλο μου λάθος: Είχα βάλει παγάκια στο ποτό μου, τα οποία προφανώς είχαν δημιουργηθεί από νερό της βρύσης. Το κόψιμο ήρθε άξαφνα, σαν καλοκαιρινή μπόρα.

26 Ιουλίου, 05:43

Πέρασα το πρώτο βράδυ των διακοπών σε ένα μικροσκοπικό μπανάκι χωρίς παράθυρο, αδειάζοντας αέναα.

26 Ιουλίου, 12:30

Στην παραλία. Απεχθάνομαι την παραλία, μου τη σπάει το όλο κόνσεπτ. Δεν το καταλαβαίνω. Πάρε τις αμμώδεις, ας πούμε: Ο άνθρωπος περνάει το χειμώνα σφουγγαρίζοντας τη σκόνη και τη βρώμα απ’ το σπίτι του και το καλοκαίρι πηγαίνει δίπλα στη θάλασσα, βγάζει τα ρούχα του και ξαπλώνει πάνω σε βουνά σκόνης. Γιατί τι είναι η άμμος; Χώμα λεπτό είναι. Πού το διάβασες ότι είναι καθαρή; Την περνάει κανένας με σκούπα τη νύχτα; Πάνω σε λεπτό βρώμικο χώμα κάθεσαι και λιάζεσαι. Αλλά οι παραλίες με τα βότσαλα μου τη σπάνε ακόμα πιο πολύ. Γιατί τα βότσαλα δεν είναι τετράγωνα, να εφαρμόζουν δίπλα-δίπλα τέλεια, είναι ακανόνιστα, και όταν ακουμπάνε μεταξύ τους αφήνουν κενό. Έτσι σ’ ολόκληρη την παραλία που έχει βότσαλα ουσιαστικά στέκεσαι πάνω σε πέτρες που έχουμε μεταξύ τους κενά, ένα μπραφ να γίνει, να βγάλεις τη λάθος πέτρα ας πούμε για να κάνεις «ψαράκι», πάει, θα καταρρεύσει όλη η παραλία σαν Jenga. Δεν το ‘χω ακούσει να γίνεται, αλλά το θεωρώ όχι απλά πιθανό, αναπόφευκτο το θεωρώ.

26 Ιουλίου, 12:36

Και δεν είναι μόνο ο κίνδυνος και η υγιεινή –είναι και η βαρεμάρα. Τα βιβλία που έχω είναι βαρετά και περισπούδαστα. Τα πήρα για να δείχνω σοφιστικέ στην παραλία αλλά όλοι τριγύρω διαβάζουν Λένα Μαντά και Νταν Μπράουν. Σ’ αυτό το κοινό δεν μπορώ να νιώσω σοφιστικέ, οπότε εγκαταλείπω την προσπάθεια. Προσπαθώ να λύσω ένα σουντόκου στο κινητό αλλά δεν βλέπω τίποτα στην οθόνη απ’ την αντηλιά. Ξαναπιάνω την εφημερίδα και διαβάζω μεταγραφικά νέα από τις ομάδες της Β’ Εθνικής. Όταν κι αυτό τελειώνει, κοιτάω τους κώλους τριγύρω. Εκείνη δε λέει τίποτα, μόνο σε κάποια στιγμή μου πετάει μια χαρτοπετσέτα «για να σκουπίσω τα σάλια».

26 Ιουλίου, 19:11

Το κωλοχώρι δεν έχει 3G και τα email μου κάνουνε μια ώρα να κατέβουνε στο γαμο-iPhone. Γαμώ τα όρη και τα ψηλά βουνά, γαμώ.

27 Ιουλίου, 13:31

Πάλι στην παραλία –σε άλλη παραλία, με ακόμα περισσότερο κόσμο. Προσπαθώ να μη γκρινιάζω στην παραλία. Δεν είναι εύκολο. Μόλις σηκώθηκαν οι δίπλα με τις ρακέτες εκείνη με κοίταξε με βλέμμα θανατηφόρο. Ήταν πιθανότατα η πρώτη φορά που οι δίπλα έπιαναν ρακέτα στα χέρια τους –ήταν πιθανότατα και η πρώτη φορά που περπατούσαν στα δύο πόδια. Την πρώτη φορά το μπαλάκι έπεσε στον καφέ μου. Δεν είπα τίποτα. Τη δεύτερη στην εφημερίδα, ενώ τη διάβαζα. Δεν είπα τίποτα. Την τρίτη έπεσε στο κεφάλι της. Σηκώθηκε απ’ την ξαπλώστρα και τους είπε, λίγο πολύ, «να φύγετε, να πάτε αλλού», αλλά με γαμοσταυρίδια. Ήξερα ότι αυτή θα ήταν η κορύφωση της ημέρας, ίσως και των διακοπών ολάκερων.

28 Ιουλίου, 10:26

Σήμερα έρχεται το «φιλικό μας ζευγάρι», δυο συνάδελφοί της που για ένα μήνα τη  ρώταγαν «πού θα πάτε φέτος τελικά» με μοναδικό σκοπό να φωνάξουν μόλις ακούσουν την απάντηση, οποιαδήποτε απάντηση, «κι εμείς»!. Τη ρωτάω γιατί πρέπει στις διακοπές μας να βλέπουμε τους ίδιους ανθρώπους που βλέπουμε και στην κανονική ζωή. Μου λέει επειδή δεν τους βλέπουμε συχνά. Της λέω ότι ίσως υπάρχει λόγος που δεν τους βλέπουμε συχνά. Ότι στην πραγματικότητα δεν τους πολυγουστάρουμε. Ότι αν τους γουστάραμε θα τους βλέπαμε συχνότερα. Οπότε και πάλι δεν θα χρειαζόταν να πάμε μαζί τους διακοπές.

Η συζήτηση είναι κενή νοήματος, όπως τόσες άλλες.

28 Ιουλίου 12:31

Με το που τους βλέπω στην προκυμαία εκνευρίζομαι. Χάσαμε το πρωινό για να ‘ρθουμε να τους πάρουμε και γκρινιάζουν επειδή τα πράγματά τους δεν χωράνε στο πορτ-μπαγκάζ μου. Τους εξηγώ πως το αυτοκίνητο είναι για να μεταφέρει τις αποσκευές δύο ανθρώπων το πολύ, και όχι την οικοσκευή μιας μεραρχίας που είχαν φέρει μαζί τους. Εκείνη μου ρίχνει το γνωστό βλέμμα και δεν συνεχίζω, γιατί είχα κι άλλα να πω, όπως το ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να έρθουν με το δικό τους αυτοκίνητο και να μην με χρησιμοποιούν σαν ταξί.

Φεύγουμε για μπάνιο.

28 Ιουλίου 15:18

Ήμουν έτοιμος να δεχτώ την παρουσία του φιλικού ζευγαριού δίπλα μας, στωικά και με κατανόηση, με τον όρο να μη μου μιλάνε. Δεν τον εξέφρασα αυτό τον όρο, ήταν εσωτερικός, και έτσι καταπατήθηκε άμεσα και βάναυσα. Ο σύζυγος του φιλικού ζευγαριού είναι ένα άβουλο πλάσμα, λέει όλο ναι και κάνει πάντα ότι χαίρεται. Τη μόνη φορά που ενθουσιάζεται αυθεντικά και μοιάζει να λέει αυτά που στα αλήθεια πιστεύει είναι όταν μιλά για μεταγραφές. Την εξαντλήσαμε τη συζήτηση σε μισή ώρα και μετά μείναμε σιωπηλοί, γνωρίζοντας ότι δεν έχουμε απολύτως τίποτα κοινό. Κοιτάξαμε για λίγο τους κώλους, και όταν η κυρία του γύρισε απ’ τη βουτιά της, το άβουλο πλάσμα έκανε μια κίνηση που θεωρώ προσβολή θανάσιμη: Έβγαλε το τάβλι.

28 Ιουλίου 15:24

Μπορώ να αντέξω τα παιδάκια που ουρλιάζουν. Τον αγέρα που μου σπρώχνει την άμμο στη μάπα. Το βόμβο των φτηνών ηχείων του μπιτς μπαρ. Τη δικιά μου που βρίσκει κάτι ενδιαφέρον να μοιραστεί μαζί μου σε κάθε σελίδα των γυναικείων περιοδικών της. Ακόμα και τις ρακέτες. Όλα αυτά σβήνουν απ’ τον ήχο της μουσικής στα ακουστικά μου. Αλλά όχι το τάβλι. Όχι. Το τσίκι τσίκι του ζαριού, το ταπ ταπ των πούλιων, όχι, και στο 11 να βάλω την ένταση αυτά ακούγονται, περνάνε και χώνονται στ’ αυτιά μου, αλλεπάλληλα, μοιραία. Σηκώνομαι και βουτάω στη θάλασσα, μακριά απ’ τους ταβλαδόρους δίπλα, αποφασισμένος να προσπαθήσω να πνιγώ. Νιώθω πως ακούω τα πούλια ακόμα και κάτω απ’ το νερό. Μετά το κύμα φέρνει βρωμιές και φουσκάλες από διερχόμενο πλοίο, και αναγκάζομαι να βγω.

28 Ιουλίου 18:07

Η φωνή της κυρίας του φιλικού ζεύγους έχει αρχίσει να χτυπάει απευθείας στο κέντρο του εγκεφάλου μου που ελέγχει το αντανακλαστικό του εμετού. Μιλάει συνέχεια και ακατάπαυστα για τα θέματα των εβδομαδιαίων περιοδικών, και η δικιά μου ανταποκρίνεται και συμμετέχει με καταπληκτική και αναπάντεχη άνεση. Στην ταβέρνα, που είναι πολυδιαφημισμένη σε ταξιδιωτικούς οδηγούς και γαστριμαργικά έντυπα, άρα δικαιούται να σε χρεώνει 50 ευρώ το άτομο για παραδοσιακή χωριάτικη σαλάτα, μουσακά, και σουτζουκάκια, μας αναφέρει ένα ένα όλα τα καλύτερα εστιατόρια που έχει επισκεφτεί σε όλα τα άλλα νησιά που έχει πάει, τα οποία είναι επίσης καλύτερα από αυτό που βρισκόμαστε τώρα. Γιατί αυτό που βρισκόμαστε τώρα δεν είναι και πολύ του γούστου της. Υπάρχει ένας υπόγειος ψόγος εναντίον μας σ’ αυτό το σχόλιο. Σαν να φταίμε εμείς που το επιλέξαμε και τους τραβήξαμε κι αυτούς. Πνίγω την οργή μου σε δώδεκα μπουκαλάκια κοκακόλα.

29 Ιουλίου 01:27

Για πρώτη φορά εδώ και καιρό μου ‘ρθε να κάνουμε σεξ. Η έκπληξη στο πρόσωπό της ήταν τόσο μεγάλη, που μου ‘φυγε.

29 Ιουλίου 13:22

Η κυρία του φιλικού ζεύγους είχε καταπληκτική ιδέα αντί για μπάνιο να πάμε σήμερα να δούμε τα αρχαία. Εγώ δεν ήθελα γιατί είναι η τελευταία μας μέρα και είχαμε μόνο έξι μέρες όλες κι όλες και ήθελα να κάνουμε όσο περισσότερα μπάνια γίνεται, όπως όταν ήμασταν παιδιά και μετράγαμε τα μπάνια και τα παγωτά, άσε που κοντεύω να ξανακάνω το χρώμα μου ομοιόμορφο, λίγη ηλιοθεραπεία στο αριστερό μέρος θέλω ακόμα. Μα η δικιά μου βρίσκει την ιδέα καταπληκτική, και το άλλο το άβουλο πλάσμα συναινεί με ψεύτικο ενθουσιασμό που σιωπηρά υπονοεί: «Ό,τι θέλετε, μόνο να περάσει η ώρα πιο γρήγορα, να φτάσω πιο σύντομα στη λύτρωση του γλυκού θανάτου». Αρχίζω να τον καταλαβαίνω.

29 Ιουλίου 15:10

Ποτέ δεν μου άρεσαν οι αρχαιότητες, πάντα πίστευα ότι είναι τρομερή ασέβεια να αφήνεις τα αρχαία μνημεία να καταρρέουν έτσι και μετά να πηγαίνεις να κοιτάς τα ερείπια και να λες, «α, τι ωραία που είναι». Δεν είναι ωραία. Πέτρες είναι. Πιστεύω πως όταν βρίσκουμε αρχαία θα έπρεπε να τα αναστηλώνουμε ακριβώς όπως ήταν παλιά, σκέψου το ρε παιδί μου, είναι σαν να κληρονομείς το σπίτι του παππού στο χωριό κι αντί να το φτιάξεις για να πηγαίνεις τα σαββατοκύριακα να το παρατήσεις να γκρεμιστεί για να πηγαίνεις και να λες «α, τι ωραίες πέτρες». Δεν είναι σωστό. Τα αρχαία που είχε ετούτο το νησί, δε, ήταν ιδιαίτερα αδιάφορα ερείπια. Οι κυρίες και το άβουλο πλάσμα τα λάτρεψαν.

29 Ιουλίου 19:55

Σε μια καφετέρια, οι τέσσερις μας, έχοντας περάσει πια το στάδιο της προσποίησης ότι κάτι έχουμε να πούμε, στην αναμενόμενη και φυσιολογική κατάσταση των ανθρώπων που δεν έχουν τίποτα κοινό και βρίσκονται μαζί επειδή δεν έχουνε κανέναν άλλον: Απλωμένοι σε μια καφετέρια, ο καθένας να παίζει με το κινητό του μόνος του, χωρίς να μιλάει κανείς.

30 Ιουλίου 13:33

Από το πρωί έχει νεύρα, γιατί είναι παραμονή δεκαπενταύγουστου και εγώ «την τραβάω πίσω στην κωλοαθήνα». Της θυμίζω ότι αυτή είναι που δουλεύει τη Δευτέρα, αυτή είναι που άργησε να κλείσει τα εισιτήρια και δεν βρίσκαμε στις 31 ή το Σαββατοκύριακο, κι ότι αν μείνουμε άλλη μια ώρα εγώ θα καρυδώσω τη στρίγγλα και το άβουλο πλάσμα και θα πάω φυλακή και μετά να δούμε ποιος θα της κατεβάζει το True Blood να βλέπει από το Ίντερνετ. Κάτι μουρμουρίζει, και δεν δίνω συνέχεια γιατί ξέρω ότι έχει μιλήσει στο τηλέφωνο με την πλούσια φίλη της που είναι στη Μύκονο και θα μείνει εκεί μέχρι τα τέλη του μήνα. Μερικές φορές πρέπει να είσαι ευαίσθητος και να μην τον τσιγκλάς τον άλλο χωρίς λόγο.

summer larry

Αυτό το ψεύτικο “blog” γράφτηκε τον Ιούλιο του 2009 με αφορμή ένα κείμενο που είχα αναλάβει να γράψω για μηνιαίο περιοδικό. Η ιδέα ήταν να γράψω για τη γκρίνια του Ελληνικού καλοκαιριού όπως θα την έγραφε ένας Έλληνας ιδιαίτερα γκρινιάρης σε ένα blog -κι αφού η ιδέα περιλάμβανε blog, σκέφτηκα, γιατί να μην φτιαχνόταν και ένα κανονικό blog; Τελικά προέκυψε το www.kolasmenesdiakopes.gr, το οποίο τελικά στη σύντομη ζωή του απέκτησε πολύ περισσότερο περιεχόμενο από το άρθρο που τελικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό.

Η μορφή του πειράματος ενέπνευσε εν μέρει ένα άλλο, πολύ μεγαλύτερο πείραμα, σχεδόν τρία χρόνια αργότερα.