Θέμος Αναστασιάδης

Σ’ αυτή τη δουλειά που κάνω, επειδή είμαι αλλόκοτος τύπος, σπάνια μιλάω με ανθρώπους τη δουλειά των οποίων πραγματικά παρακολουθώ. Καλοί είναι οι τραγουδιστές και οι ηθοποιοί, καλοί οι παρουσιαστές, καλά και τα μοντέλα, αλλά εγώ δεν ακούω ελληνικά, και δεν βλέπω εκπομπές στην τηλεόραση. Εκτός από μία. Μαντέψτε ποια.

Παρακολουθώ τη δουλειά του Θέμου Αναστασιάδη από τότε που ήμουν έφηβος, όταν αναζητούσα την Ελευθεροτυπία για τη Μαύρη Τρύπα, τη χιουμοριστική στήλη του στην τελευταία σελίδα. Ξεφύλλισα τον Πρωταθλητή (αν και τον βρήκα λίγο εξτρίμ –συνήθως προτιμούσα την ορθοδοξία του Φωτός), διάβαζα τα γραπτά του σ’ αυτό εδώ το περιοδικό, έριχνα αργότερα μια ματιά και στα χρονογραφήματά στο Βήμα και, φυσικά, παρακολουθούσα το «Όλα», την ανατρεπτική τηλεοπτική του εκπομπή με θέμα την ίδια την τηλεόραση, από την πρώτη της σεζόν κιόλας.

Οπότε καταλαβαίνετε ότι ανυπομονούσα να τον γνωρίσω προσωπικά, με την ανυπομονησία του φαν που έχει μεγαλώσει λίγο και έχει ξεπεράσει το θαυμασμό του, αλλά ακόμα θυμάται τους λόγους για τους οποίους θαύμαζε. Ήθελα να καταλάβω πώς σκέφτεται και από πού πηγάζει το χιούμορ του. Λένε ότι οι περισσότεροι χιουμορίστες το χρησιμοποιούν ως άμυνα. Από τι αμύνεται ο Θέμος Αναστασιάδης;

Ένας άνδρας παχουλός, χαρωπά ασουλούπωτος, που φορούσε ένα μαύρο σακάκι με μαύρο πουκάμισο και μπλε παντελόνι στον πρώτο μίνι καύσωνα του καλοκαιριού, ο Θέμος με καλωσόρισε στο γραφείο του, το οποίο έχει μια plasma τηλεόραση, κάτι μεγάλα κάδρα με φωτογραφίες του από μια παλιά φωτογράφηση για το Nitro, αλλά όχι κομπιούτερ, και η διαλεύκανση άρχισε.

anastas

ΕΧΩ ΘΕΜΑ

Διαβάζω το Θέμα από την πρώτη εβδομάδα που κυκλοφόρησε, έγινε η τρίτη κυριακάτικη εφημερίδα που αγοράζω, στην αρχή δοκιμαστικά, στη συνέχεια μόνιμα, και αυτό που πρόσεξα από την πρώτη κιόλας φορά είναι ότι χρειάζομαι περίπου το διπλάσιο χρόνο να το ξεκοκαλίσω από ότι την Ελευθεροτυπία ή το Βήμα. Μπορεί να μην έχει ιδιαίτερα έγκυρο πολιτικό σχεδιασμό ή αρθρογραφία, μπορεί το διεθνές ρεπορτάζ του να είναι σχεδόν ανύπαρκτο, αλλά με την ύλη του δείχνει ότι αυτά τα πράγματα, πολύ καλά και υπερπλήρη στις άλλες μεγάλες εφημερίδες, είναι αφόρητα βαρετά. Και πιάνω τον εαυτό μου να ξεφυλλίζει στα γρήγορα το «Κόσμος» της Ελευθεροτυπίας ή τις πρώτες σελίδες του Βήματος, για να φτάσω πιο γρήγορα στο Θέμα, και στο νέο επεισόδιο της σάγκα Μιλένα Αποστολάκη, ή τις νέες εκκεντρικότητες της συζύγου του τάδε πολιτικού. Το Θέμα από την αρχή κατάφερε να καλύψει ένα niche που παρέμενε παρθένο και ανεκμετάλλευτο από τον ελληνικό Τύπο, αφημένο σε πιο κίτρινα φύλλα όπως η Espresso: Το πολιτικοκοινωνικό κουτσομπολιό, τα πράγματα που αληθινά συζητά ο κόσμος στα καφέ της πόλης. Κι όταν λέμε «ο κόσμος», δεν εννοούμε μόνο το «λαό». Εννοούμε και την πολιτική και κοινωνική ελίτ της χώρας που, πιστέψτε το, περισσότερο κουβεντιάζει για τη ραγδαία επιστημονική πρόοδο της Νατάσας Καραμανλή, παρά για το ευρωσύνταγμα. Εκεί ήρθε να κολλήσει το Θέμα, και ίσως αυτή είναι και μία εξήγηση της μεγάλης του επιτυχίας. Δίνει στο λαό κουτσομπολιό και σκάνδαλο, τον αληθινό παλμό της καθημερινότητας, αυτά που συμβαίνουν κάτω από το ιλουστρασιόν κατασκεύασμα που η χειραγωγούμενη ενημέρωση αποκαλεί «πραγματικότητα».

«Εμείς δεν γράφουμε σκάνδαλα», επιμένει ο Θέμος Αναστασιάδης, όταν αναφέρω την επίμαχη λέξη. «Γράφουμε αυτά που συμβαίνουν. Όλοι τα ξέρουν. Και στις άλλες εφημερίδες, τα ξέρουν. Απλώς για λόγους δεσμεύσεων και συμφερόντων των εκδοτών, δεν τα γράφουν, τα συγκαλύπτουν. Εμείς είμαστε οι μόνοι που τα γράφουμε, έτσι εμφανίζεται κάτι σαν σκάνδαλο, παρ’ όλο που είναι γνωστό, και όλες οι εφημερίδες θα έπρεπε να το έχουν αναδείξει».

«Επειδή είμαι καχύποπτος, όμως, αναρωτιέμαι μήπως βγάζετε πέντε θέματα, και υπάρχουν άλλα δεκαπέντε από πίσω, που δεν τα βγάζετε»

«Υπάρχουν περιπτώσεις να μην παίξουμε θέματα –μόνο όμως επειδή δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένα. Κοιτάμε αυτά να τα δένουμε ώστε όταν θα το βγάλουμε τελικά να είναι «μπετόν». Για εμάς, αν βγάλουμε ένα θέμα τζούφιο ή λάθος, η ζημιά θα είναι πολύ μεγάλη. Γι’ αυτό φροντίζουμε όλα να είναι τσιμεντωμένα –εξ ού και μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει διάψευση».

«Το να τα γράφετε όλα αυτά δημιουργεί αντιπαλότητες και έχθρες;»

«Μπα όχι, τις πιο μεγάλες αγάπες δημιουργεί. Το πιο σημαντικό δεν είναι οι απειλές, οι εκβιασμοί, ότι θα μας κόψουν τη διαφήμιση, ότι θα μας κάνουν και θα μας δείξουν. Το πιο σημαντικό σε ένα προϊόν που αναπτύσσεται είναι το πως θα αντισταθείς στην επίθεση δημοσίων σχέσεων που σου κάνουν, στις προσφορές, όχι εν είδει εξαγοράς, αλλά μέσα στα πλαίσια της αγοράς. Έρχεται κάποιος, ας πούμε, με ένα μεγάλο διαφημιστικό πακέτο, και μετά έχει την απαίτηση να μην γράψεις γι’ αυτόν. Η μάχη είναι απέναντι στον ίδιο σου τον εαυτό στο να μη χαλαρώσεις, να μην ενδώσεις, και στο να κρατήσεις τη γραμμή που εξαρχής χαράξαμε με το Μάκη και τον Τάσο όταν κάναμε την εφημερίδα: Τώρα πάμε να τα γράψουμε όλα, και να γίνει πάρτι. Για πάρτι ξεκινήσαμε, όχι για να ενημερώσουμε τον κόσμο».

Η διοργάνωση του πάρτι, πάντως, ήταν κάθε άλλο παρά εύκολη.

ΠΩΣ ΝΑ ΒΓΑΛΕΙΣ ΜΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

«Τα καλά πράγματα ξεκινάνε για πλάκα», λέει, εννοώντας το πολύ σοβαρά. «Για πολλά χρόνια έλεγα να βγάλω εφημερίδα, πότε με τον ένα πότε με τον άλλο, τουλάχιστον 7-8 χρόνια, από τότε που έφυγα από την Ελευθεροτυπία. Είχαν προχωρήσει διάφορα project, είχαμε φτάσει προ των πυλών, και ακυρώθηκαν στο παρά πέντε για διάφορους λόγους. Μια μέρα καθόμασταν στην πλατεία στο Κολωνάκι με τον Μάκη, ή μάλλον βράδυ ήταν, και εκεί που λέγαμε διάφορα, συζητήσαμε την ιδέα να βγάλουμε μια εφημερίδα μικρή, για να τους κάνουμε πλάκα. Η ιδέα στην αρχή ήταν να είναι κάτι σαν φυλλάδιο που να διανέμεται δωρεάν. Μια ανατρεπτική εφημερίδα, που να διανέμεται για χαβαλέ. Μετά αυτό μετεξελίχθηκε και είπαμε να βγάλουμε κάτι σαν το Καρφί του Κακαουνάκη. Δουλεύοντας τη συνταγή, είδαμε ότι θα ήταν καλύτερο να πάμε σε ένα φύλλο πιο «κανονικό», πιο πολυσυλλεκτικό, και φτάσαμε στη μορφή που έχει σήμερα το Θέμα. Πέσαμε με τα μούτρα και έγινε. Είχαμε το σωστό timing. Από τη στιγμή που το συζητήσαμε για πρώτη φορά, μέχρι να βγει, πέρασε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, περίπου τέσσερις μήνες. Το γοργόν και χάριν έχει σ ’αυτά τα πράγματα. Ίσως να φταίει και η ελληνική πραγματικότητα, αλλά όταν είναι μακροχρόνιοι οι σχεδιασμοί «κάθεται» το σύστημα, πλαδαρεύει, και τελικά δουλειά δεν γίνεται».

Εκτός από timing, όμως, χρειάζεται και κάτι άλλο: Λεφτά. Από την πρώτη στιγμή υπήρξαν μουρμούρες για το ποιος υπάρχει από πίσω, ποιος τα χώνει για να βγάλουν την εφημερίδα ο Θέμος και ο Μάκης. Ακόμα και οι ίδιοι οι υπάλληλοι αναρωτιόνταν ποιος, στα αλήθεια, τους πληρώνει.

Κανένας δεν ήταν από πίσω –η εφημερίδα βγήκε, και συνεχίζει να βγαίνει, επειδή χρειάστηκαν πολύ λίγα λεφτά, και επειδή η επιτυχία της εξασφάλισε την άμεση εισροή νέου χρήματος.

«Για να βγάλεις μια εφημερίδα», λέει ο Αναστασιάδης, «μπορεί να χρειαστούν από πολύ λίγα λεφτά, όπως είχαμε την τύχη να κάνουμε εμείς, επειδή έπιασε αμέσως, ή να φτάσεις στα 10 και 20 εκατομμύρια ευρώ. Για κάποιος να ξεκινήσει μόνος του κάτι σαν το Θέμα πρέπει να έχει καμιά δεκαριά εκατομμύρια, αλλιώς θα τον φάνε λάχανο. Εμείς δεν φάγαμε ούτε ένα εκατομμύριο. Η αλήθεια είναι ότι κάναμε σχετικά λίγη διαφήμιση –δεν θέλαμε να δώσουμε πολλά λεφτά γιατί ήμασταν και ως ένα βαθμό αυτοδιαφημιζόμενοι από την τηλεόραση. Ο Alpha, ο Ant1 και το Alter στην αρχή μας βοήθησαν παίζοντας διαφημιστικά χωρίς να μας ζητήσουν λεφτά, κι έτσι μπορέσαμε και βγήκαμε. Γιατί ρωτάς, σκέφτεσαι να ανοίξεις εφημερίδα;»

ΠΟΛΕΜΟΣ!

Ένα από τα αγαπημένα θέματα στα (πολλά) editorialsτων πρώτων φύλλων του «Θέματος» (συγγνώμη αναγνώστη, αναπόφευκτα σ’ αυτό το άρθρο θα διαβάσεις υπερβολικά πολλές φορές τη λέξη «θέμα»), ήταν ο πόλεμος των άλλων εκδοτικών συγκροτημάτων, και οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν (και ξεπέρασαν) οι ηρωικοί συντελεστές της εφημερίδας για να την φέρουν στα περίπτερα. Οι λεπτομέρειες ήταν ασαφείς, οι πληροφορίες συγκεχυμένες, αλλά τώρα που καταλάγιασε ο κουρνιαχτός, που η εφημερίδα στρογγυλοκάθισε στην πρώτη θέση των κυκλοφοριών και οι άλλοι το πήραν απόφαση, μπορούμε να δούμε το (μαντέψτε) θέμα πιο ψύχραιμα.

«Ο πόλεμος γινόταν σε όλα τα στάδια έκδοσης», λέει ο Αναστασιάδης, «από τον φλοιό του δέντρου που λέει ο λόγος, μέχρι το περίπτερο. Το πρώτο πρόβλημα ήταν η εκτύπωση. Η αγορά είναι μονοπωλιακή, αλλά ευτυχώς βγήκαμε χάρη στην Τυποεκδοτική, που βγάζει και το Ριζοσπάστη. Προσπάθησαν να τους εκβιάσουν κι αυτούς, τους υποσχέθηκαν άλλες δουλειές, για να μην τυπωθούμε ούτε εκεί. Και αν δεν βγαίναμε από αυτούς δεν υπήρχε περίπτωση να τυπωθούμε, δεν μας δεχόταν κανείς.

Το δεύτερο πρόβλημα ήταν η διανομή. Εκεί είχα μια εμπειρία και από τον Πρωταθλητή, γνωρίζαμε πρόσωπα και πράγματα, και είχαμε μια καλή συνεργασία με το πρακτορείο –εκμεταλλευόμενοι και τις εσωτερικές αντιθέσεις των μεγαλοεκδοτών. Το τρίτο στάδιο που επιχείρησαν να μας σταματήσουν ήταν τα DVD.

Μια Κυριακή, συγκεκριμένα, κινδυνεύσαμε να μη βγούμε. Δευτέρα-Τρίτη μάθαμε ότι σε ένα μεγάλο αντίπαλο μαγαζί, δεν είναι σωστό να πω σε ποιο, αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν το Θέμα με «τεχνικά» πλέον μέσα. Εμείς ψάχναμε να καταλάβουμε ποια είναι αυτά τα τεχνικά μέσα, και ξαφνικά το Σάββατο το πρωί μάθαμε ότι μας λείπουν 100.000 DVD, που θα έπρεπε να έχουν τυπωθεί. Αίφνης είχαν χαθεί κάτι φορτία με πλαστική πρώτη ύλη τα οποία έπρεπε να πάνε σε συγκεκριμένα εργοστάσια. Ήταν 4ο ή 5ο φύλλο, κάτι τέτοιο θα ήταν μοιραίο χτύπημα για την εφημερίδα. Για να καλύψουμε ένα μέρος του τιράζ εκείνη τη μέρα βρέθηκα στις δύο η ώρα του Σαββάτου με -5 βαθμούς να φορτώνω μαζί με τους εργάτες DVD στα φορτηγά για να μπορέσουν να πάνε κάποια ώρα στα περίπτερα.

Δεν φανταζόμασταν ότι θα ήταν τόσο μεγάλη η λύσσα, γιατί δεν περιμέναμε ότι θα έχουμε τόσο μεγάλη επιτυχία, να πούμε την αλήθεια. Ούτε αυτοί το περίμεναν, αιφνιδιάστηκαν οι άνθρωποι, και αντέδρασαν πιο οργισμένα από ότι αν είχαμε πετύχει μια μέτρια κυκλοφορία χωρίς να τους ενοχλούμε. Το ότι φτάσαμε στην πρώτη θέση τρέλανε τους ανθρώπους τους, και τους οδήγησε σε ενέργειες οι οποίες θα μπορούσαν να είναι μέχρι και ποινικά κολάσιμες, γκανγκστερικές. Κάποια στιγμή κατάλαβαν ότι δεν είναι πολύ σοφό να τις συνεχίσουν, καθώς επειδή κι εμείς δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα, από ένα σημείο και μετά θα μπορούσαμε να απευθυνθούμε στον κόσμο λέγοντας ποιος κάνει τι και γιατί. Κι ας έβγαζαν άκρη μετά μόνοι τους με τον αναγνώστη. Γιατί μπορείς να εκβιάσεις τον διαφημιστή, το διανομέα, ή τον διαφημιζόμενο, αλλά τον αναγνώστη στο περίπτερο δεν μπορείς».

Παρ’ όλα αυτά, βρίσκω στο Θέμο μια αναπάντεχη δόση κατανόησης απέναντι στους αντιπάλους. Παρ’ όλο που θεωρεί ότι ξεπέρασαν τα όρια, παρ’ όλο που τους έχει κατακεραυνώσει από το περιοδικό, παρ’ όλο που τους «δίνει» στην παραπάνω παράγραφο, δεν γκρινιάζει, παραδέχεται ότι τους καταλαβαίνει. Και έχει κι αυτό να προσθέσει:

«Για μας είναι εξαιρετική τιμή το ότι με το που βγήκαμε καταφέραμε να είμαστε συγκρίσιμοι με εφημερίδες με ιστορία όπως το Βήμα και η Ελευθεροτυπία. Αυτό είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα, γιατί όπως λένε αυτό που μετράει είναι η αξία του αντιπάλου σου, όχι μόνο η δική σου αξία. Βλέπω ότι τώρα, χάρη σε μας, και ο ανταγωνισμός ενεργοποιεί γενικότερα το δημοσιογραφικό κύκλωμα προς την κατεύθυνση της αποκάλυψης. Δεν μπορούν να κάνουν κι αλλιώς, ακόμα κι αν δεν ήθελαν, που εγώ νομίζω ότι θέλουν. Γιατί ο δημοσιογράφος, όσο καταπιασμένος ή ελεγχόμενος κι αν είναι, διατηρεί αυτό που τον έκανε δημοσιογράφο, γουστάρει να βγάλει την αποκάλυψη. Υπάρχει το φαινόμενο άνθρωποι που βρίσκονται σε αντίπαλα έντυπα, επειδή τους πρήζουν και δεν τους αφήνουν να βγάλουν αυτά που έχουν, να μας τα φέρνουν εμάς και μάλιστα δωρεάν, γιατί έχουν σκάσει».

ΘΕΛΩ ΟΛΑ

Σε μια γωνία, μέσα από μια πορτούλα, πίσω απ’ το αρχείο στον δεύτερο όροφο του κτιρίου που στεγάζει το Θέμα βρίσκονται τα γραφεία (δηλαδή, δύο δωμάτια) της Άρθρον, της εταιρίας που κάνει παραγωγή στο Όλα 5, την εκπομπή του Θέμου Αναστασιάδη, του Βαγγέλη Περρή και της ομάδας τους στον Alpha. Τα δύο δωμάτια είναι γεμάτα βίντεο, μονταζιέρες και οθόνες. Εκεί γίνονται όλα, εκεί μοντάρονται τα βιντεάκια που έχουν βρει οι δέκα ηρωικοί επαγγελματίες-τηλεθεατές της εκπομπής, και προσφέρουν ακατάσχετα γέλια κάθε Δευτέρα βράδυ. Η εκπομπή προβάλλεται εδώ και πέντε χρόνια –και είναι ίσως το μόνο σταθερό πράγμα που έχει μείνει στον Alphaσ’ αυτό το διάστημα. Μεσολάβησε Κοντομηνάς, βλέπετε, που άλλαξε πολλά δεδομένα με τόλμη και λεφτά.

«Είναι πολύ σημαντικό αυτό που κάνει ο Κοντομηνάς για το χώρο», λέει ο Αναστασιάδης. «Αν δεν υπήρχε, το σύστημα θα είχε κάτσει. Ο Alpha είναι μια δύναμη εξισορροπητική. Στην τηλεόραση υπάρχει το κανάλι των εκδοτών, και ένα κανάλι πολύ μεγάλο, που συνήθως είναι πρώτο. Εκ των πραγμάτων υπάρχουν ισχυρά συμφέροντα. Το γεγονός ότι βρίσκεται, είτε με Αλαφούζο, είτε μετά με Κοντομηνά, ένας Alpha και ξαναμοιράζει την τράπουλα είναι πολύ θετικό. Το ζήτημα είναι αν θα αποδειχθεί και γι’ αυτόν θετικό το εγχείρημα. Ελπίζω με τη νέα σύνθεση, που θα κατεβάσει full ομάδα, με Τριανταφυλλόπουλο, ενδεχομένως και Ευαγγελάτο, να πάρει πίσω και μερικά από τα λεφτά που έβαλε».

Η σχέση του Θέμου με την κατάσταση πραγμάτων στον Alpha, πάντως, δοκιμάστηκε φέτος. «Υπήρξαν μια-δυο περιπτώσεις να φύγω από τον Alpha πρόσφατα», παραδέχεται, «οι οποίες αποσωβήθησαν, γιατί πήρα τις διαβεβαιώσεις ότι θα εξακολουθήσουμε να δρούμε σε ένα καθεστώς ελευθερίας έκφρασης, πράγμα που θυμίζω συχνά με ένα μπλουζάκι που γράφει «Λευτεριά στον Alpha».

Ποιος θα περιόριζε την ελευθερία έκφρασης του Αναστασιάδη; Δεν μου λέει. Αλλά μαντεύω ότι το όνομά του ενδέχεται να αρχίζει από Χ και να τελειώνει σε ατζινηκολάου.

«Από 1-10, πόσο συμπαθείς τον Χατζηνικολάου;», τον ρωτάω.

«Η κλίμακα αυτή δεν φτάνει για να περιγράψει τα συναισθήματα που νιώθω», απαντά γελώντας. «Βρες μια άλλη».

Η σχέση των δύο ανδρών έχει περάσει τρικυμίες, με τον Θέμο να ρίχνει μπηχτές από το Όλα, πειράζοντας τον δημοφιλή anchorman διαρκώς.

«Δεν πειράζω το Χατζηνικολάου», λέει. «Πειράζω τον Αντιπρόεδρο, Αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο του καναλιού. Δεν είναι προσωπικό το θέμα. Πιστεύω ότι ο συνδυασμός των τίτλων είναι αστείος».

«Προσπάθησε να σας επιβάλλει κάτι; Υπήρξε κάποια κόντρα;», προβοκάρω.

«Υπήρχε μια παρεξήγηση στην αρχή. Ο Χατζηνικολάου νόμισε ότι θα έρθει στον Alpha και θα είναι όπως το Mega, που ήταν λίγο πολύ ένα μικρό δουκάτο του. Ο Alpha έχει μια παράδοση αναρχίας, έχει πολλούς «αναρχοτηλεαυτόνομους» εκεί μέσα μαζεμένους, την οποία προσπαθούμε να τη συντηρήσουμε γιατί τη θεωρούμε δημιουργική. Εντάξει, είχε μια υπερβολική ευαισθησία. Ελπίζω να την έχει ξεπεράσει».

Από τον τρόπο, τη χροιά της φωνής του, την όλη γλώσσα του σώματος, μαντεύω ότι δεν τον γουστάρει τον Χατζηνικολάου. Δική μου εντύπωση είναι, καθόλου ασφαλής. Και πάντως, σε ένα άλλο σημείο της κουβέντας, όταν συζητάμε για τα ζόρια του Alpha με τις θεαματικότητες εμφανίζεται, αν μη τι άλλο, ακριβοδίκαιος.

«Η πικρή αλήθεια των αριθμών λέει ότι ο Χατζηνικολάου απέτυχε σ’ αυτό που ίδιος είχε βάλει στόχο. Αντί για πρώτος, βρέθηκε τρίτος-τέταρτος. Άρα θα ‘πρεπε να ‘χει αναλάβει τις ευθύνες του αντί να ψάχνει παντού για δικαιολογίες. Από την άλλη, μετρά και η γενική παρουσία ενός καναλιού στην ενημέρωση. Και ανεξάρτητα από κάποιες διαφωνίες που έχω μαζί του, είναι γεγονός ότι ο Alpha ως ενημερωτική δύναμη είναι χάρις και σ’ αυτόν πιο ισχυρός, κάτι που αποδεικνύεται στις εκλογές ή όποτε υπάρχουν μεγάλα γεγονότα. Στο καθημερινό παίζουν και πολλά άλλα πράγματα ρόλο».

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΜΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ;

Από όσα έχετε διαβάσει μέχρι τώρα, καταλάβατε; Όχι; Δεν σας αδικώ. Πώς μπορείς να καταλάβεις έναν άντρα; Ποιες είναι οι πληροφορίες που πρέπει να έχεις για να αποκρυπτογραφήσεις τον χαρακτήρα του, για να διαβάσεις την περίληψη της ψυχής του; Το πώς βλέπει τη δουλειά του; Όχι μόνο. Είναι και τα χόμπι του. Το πώς συμπεριφέρεται στους άλλους. Το πώς συμπεριφέρεται στις γυναίκες. Οι μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητάς του, τα πράγματα που κάνει χωρίς να σκέφτεται, που όμως προδίδουν το ποιος πραγματικά είναι.

Το «Θέμα» στεγάζεται σε ένα κτίριο που βρίσκεται στον πεζόδρομο που περνά πάνω από τη λεωφόρο Σπύρου Λούη και καταλήγει στο ΟΑΚΑ –αν βγεις στον πεζόδρομο και ανέβεις στο πεζούλι απέναντι από το κτίριο, θα δεις το γιγάντιο λευκό τόξο της οροφής του Σταδίου. Μέσα, τα γραφεία της εφημερίδας καταλαμβάνουν δύο ορόφους, τον πρώτο και το δεύτερο. Οι (πολλές, ισχυρή πλειοψηφία) γυναίκες που δουλεύουν εκεί μέσα είναι πανέμορφες, είναι σαν μοντέλα. Κάποιες από αυτές είναι, πράγματι, πρώην μοντέλα. Καθώς το βρώμικο μυαλό μου βγάζει αυθαίρετα (και όπως αποδεικνύεται, λανθασμένα) συμπεράσματα, πλησιάζω, και μαζεύω ψήγματα πληροφοριών από τους ανθρώπους που τον βλέπουν κάθε μέρα. Να μερικά:

Τη γυναίκα του τη φωνάζει Μπίλι.

 Είναι φανατικός αντικαπνιστής.

Έχει οδηγό, γιατί τα πολλά καθημερινά ραντεβού δεν βρίσκει να παρκάρει, αλλά λατρεύει την οδήγηση. Παίρνει όλα τα αυτοκίνητα που φέρνουν στην εφημερίδα οι αντιπροσωπείες, και τα βγάζει στην Εθνική και τα τρέχει. «Είναι το μεγάλο μου χόμπι», μου είπε. «Να οδηγώ αυτοκίνητα που δεν θα τολμούσα ποτέ να οδηγήσω, Lamborghini, Maserati, Ferrari. Πράγματα που να οδηγούν στη φυγή. Ένα πράγμα που με χαρακτήριζε από πιτσιρικά, ήταν η φυγή».

Αν έρθει το πρωί και περάσει αρκετή ώρα χωρίς να βγει από το γραφείο και πει καλημέρα στους υπαλλήλους, θα είναι μια δύσκολη η μέρα.

Γράφει χειρόγραφα!

Στο πλατό του «Όλα» είναι πάντα με μια CocaColaLight στο χέρι, πολύ ευγενικός και περιποιητικός με τους καλεσμένους, ακόμα κι αν δεν είναι οι celebrities πρώτης γραμμής, αλλά κάποια από τα πρόσωπα-φετίχ της εκπομπής, όπως ο Ταμπάκης, ο Τόκος, η κυρία Ελισάβετ, ή η κυρία Λουκά.

Είναι πολύ ευαίσθητος σε ότι έχει να κάνει με παιδιά. Με τα παιδιά ξετρελαίνεται, τα λατρεύει. Ποτέ δεν κάνει πλάκα με θύμα παιδιά, ή θέματα υγείας.

Δεν είναι αγχωτικός, δεν μεταφέρει τα προβλήματά του στους εργαζομένους. Μοιάζει να μην παίρνει τίποτα στα σοβαρά. Είναι ο τύπος που θέλει να κάτσει άνετα, να βάλει τα πόδια στο τραπέζι και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα χαλαρά. Ωστόσο, σύμφωνα με μάρτυρες, κάποτε προσπάθησε πράγματι να σηκώσει τα πόδια στο τραπέζι. Και δεν μπορούσε.

Να πως προσέλαβε μια εργαζόμενη: Η Ελένη Κεχαγιά είχε πάει για μια συνέντευξη στον Alpha και καθόταν στο διάδρομο και περίμενε. Κάποια στιγμή, ανοίγει μια πόρτα, και ο Θέμος βγάζει το κεφάλι. Την κοιτάζει. Κλείνει η πόρτα. Μετά από λίγο, η πόρτα ανοίγει πάλι.
«Τι είσαι συ;», της λέει.
«Δημοσιογράφος».
«Δημοσιογράφος;»
«Ναι»
«Πέρνα από το γραφείο μου μετά»
Και έτσι η Ελένη Κεχαγιά προσελήφθη. Διευκρίνιση: εκείνη τη μέρα, δεν φορούσε μίνι.

 Όλοι (μα όλοι) συμφωνούν ότι είναι “εξαιρετικός εργοδότης”, και “πολύ γλυκός άνθρωπος”.

 Κάποτε κάποιος απολύθηκε από τα περιοδικά της εφημερίδας (όχι από τον ίδιο, από τον Περρή, που είναι πολύ λιγότερο γλυκός). Ο Θέμος στενοχωρήθηκε τόσο, που τον ξαναπροσέλαβε, βολεύοντάς τον σε άλλη θέση.

Κάποτε φώναξε σε μια συντάκτριά του («και είχε και άδικο», επιμένει αυτή), και την επόμενη μέρα πήγε στο γραφείο της, την κοίταξε, και της είπε:
«Μου μιλάς;»
«Όχι»
«Αν σου δώσω κουλούρι;»
«Εντάξει».

 Στο πλατό της εκπομπής είναι η μόνη περίπτωση να τον δεις αληθινά, (και σχεδόν μόνιμα) ανήσυχο και εκνευρισμένο.

 Όταν φωνάζει, όταν είναι αληθινά θυμωμένος, δεν βρίζει, αλλά γίνεται καυστικός, πράγμα που πονάει περισσότερο. Μια φορά, το «Όλα» έπαιξε ένα συγκεκριμένο βίντεο δεύτερη φορά, λίγους μήνες μετά την πρώτη. Το είδε, το κατάλαβε, και πήρε αμέσως τηλέφωνο την αρχισυντάκτρια. «Προσπαθώ να το ξεχάσω αυτό το τηλεφώνημα», μου είπε εκείνη.

 Καταλάβατε; Όχι ακόμα; Ας δοκιμάσουμε κάτι άλλο: Ας πάμε μια βόλτα εκεί που ξεκίνησαν όλα, στην Κυψέλη, πριν από μερικές (όχι πολλές) δεκαετίες.

ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΚΑΠΟΙΟΝ, ΜΑΘΕ ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΠΑΙΔΙ

Ο Θέμος Αναστασιάδης γεννήθηκε στην Κυψέλη το Γενάρη του 1958, και πήγε στα δημόσια σχολεία της εποχής, καθώς ο πατέρας του πίστευε ότι στα ιδιωτικά πάνε «οι αδερφές και οι φλώροι». Μέχρι τα 14 ήταν υποδειγματικός μαθητής, το καμάρι της τάξης. Τότε, όμως, άλλαξαν όλα.

«Ο ορίζοντας που είχα από το μπροστινό θρανίο μέχρι τότε ήταν περιορισμένος», λέει. «Γνώρισα όμως κάτι παλιούς, που είχαν μείνει τρεις-τέσσερις φορές στην ίδια τάξη, είχαν πάει 18-19 χρονών, και ήξεραν τα κόλπα, μου εξήγησαν μερικά πράγματα, και μεταφέρθηκα στην πίσω γραμμή. Και άρχισε το γλέντι.

Τα χρόνια εκείνα, το πρωινό ξύπνημα ήταν πολύ σκληρό γιατί στις 8:00 ξεκινούσε το πρωτάθλημα στο μπιλιαρδάδικο «Γουέμπλεϊ». Μέχρι τις δέκα ήμουν εκεί, και μετά πήγαινα στο σχολείο. Ορισμένοι έπαιρναν μαζί και τις στέκες τους, φυσικά, γιατί ήταν δικές τους, αγορασμένες, επιστημονικές, και δεν ήθελαν να τις αφήσουν στο μπιλιαρδάδικο.

Η αλήθεια ήταν ότι το είχαμε παραξηλώσει. Ήταν και η μεταεπαναστατική διαδικασία, μόλις είχε πέσει η χούντα και όλοι ήμασταν σε μια κατάσταση ελευθεριότητας, ζούσαμε το Μάη του ’68 με μια καθυστέρηση δέκα ετών. Σε όλα ήμουν απαράδεκτος. Από τη συμπεριφορά μου στους καθηγητές, τη συμπεριφορά μου απέναντι στο γυμνασιάρχη, τον οποίο κατηγορούσα ότι είναι χαφιές της ασφάλειας (χωρίς στοιχεία), μια απαράδεκτη επαναστατική συμπεριφορά, η οποία οδήγησε στην δια παντός αποβολή μου από όλα τα λύκεια της χώρας. Εκεί έπεσαν τα μέσα και η ποινή αναβλήθηκε, και μπόρεσα να πάρω το πτυχίο, με χίλια ζόρια.

Αυτή η στάση η ακατάστατη συνεχίστηκε και στο πανεπιστήμιο –έκανα πολλά χρόνια να τελειώσω το Οικονομικό στη Θεσσαλονίκη- μέχρι τα 24-25, οπότε πέρασα στο άλλο άκρο και αποφάσισα να γίνω υπερσυντηρητικός. Φόρεσα κοστούμι, γραβάτα, δούλευα στην Καθημερινή, και σκέφτηκα να γίνω γιάπης. Μπορεί να πει κανείς ότι έχω κάποιες μεταπτώσεις».

Στη συνέχεια, ο Θέμος βρέθηκε να γράφει σε περιοδικά για μοτοσικλέτες, μετά οικονομικό ρεπορτάζ, και σιγά σιγά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.

«Είμαι πολύ ευτυχισμένος που τη διάλεξα τη δουλειά της δημοσιογραφίας. Σε κάθε φάση, από την Καθημερινή, πιτσιρικάς, είτε αργότερα στην Ελευθεροτυπία, είτε στον Πρωταθλητή, οτιδήποτε το ευχαριστιόμουνα.
Άρχισα να γράφω σε περιοδικά για μοτοσικλέτες. Ευελπιστώ κάποτε να καταλήξω πάλι εκεί. Βασικά, ο κύκλος των ενδιαφερόντων μου είναι τα αυτοκίνητα, οτιδήποτε μηχανοκίνητο, οι φουσκωτές γυναίκες καλής ποιότητος, ο Ολυμπιακός, και το διάστημα. Αυτά είναι τα θέματα που με απασχολούν. Βέβαια στην εφημερίδα αναγκαζόμαστε να βάζουμε κι άλλα πράγματα μέσα».
«Διάστημα δεν έχετε και πολύ»
«Μπα, αρκετά ούφο έχουμε»

Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του πέρασε από διάφορους πολιτικούς χώρους, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ.
«Από το ΚΚΕ με διέγραψαν», λέει. «Νομίζω ότι η κατηγορία ήταν «μικροαστικές υποτροπές». Ελπίζω όμως κάποτε να με ξαναπάρουν».

Ας δούμε τώρα πώς αυτοπροσδιορίζεται σήμερα:

«Από τη φύση μου είμαι αντιεξουσιαστικός, όλες οι κυβερνήσεις μου είναι απεχθείς. Έχω περάσει από όλους τους πολιτικούς χώρους μέχρι να φτάσω εδώ, σ’ αυτό το αντιεξουσιαστικό που πιστεύω ότι πρέπει να είναι και η θέση και ο ρόλος του τύπου. Μπορεί να φαίνομαι ότι είμαι πιο πολύ προς το ΠΑΣΟΚ ακριβώς επειδή η Νέα Δημοκρατία είναι στην κυβέρνηση. Μπορεί αν το ΠΑΣΟΚ ήταν στην κυβέρνηση να φαινόμουν πιο πολύ Νέα Δημοκρατία. Στην πραγματικότητα, είμαι ένας βολεμένος αναρχικός».

ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΜΕ ΧΑΛΑΓΕ ΣΤΟ ΘΕΜΑ «ΘΕΜΟΣ»

Κάποια στιγμή, ακόμα και στα ντουζένια του, στα καλύτερά του, στη Μαύρη Τρύπα, ο Αναστασιάδης είχα την εντύπωση ότι πάθαινε κάτι, μια παράκρουση, και άρχιζε να γράφει κάτι ρατσιστικά, για τους Αλβανούς και τους μετανάστες και τους ξένους, ότι «πρέπει να τους μαζέψουν» και άλλα τέτοια. Τότε ξενέρωνα, και σταμάταγα να τον διαβάζω και να τον παρακολουθώ, με εξόργιζε.

Τώρα είχε έρθει ο καιρός να ζητήσω εξηγήσεις.

«Χτύπαγα την υποκρισία και τον στρουθοκαμηλισμό των ελληνικών αρχών, που από το φόβο του πολιτικά ορθού δεν τολμούσαν να παραδεχτούν ότι έχουμε πρόβλημα με μια μερίδα ξένων. Τότε ήταν τρομερά προχωρημένο να βγεις στην Ελευθεροτυπία και να πεις σόρι, είναι οι Αλβανοί που μας κλέβουν, δεν είναι οι Λαρισαίοι. Χρειαζόταν θάρρος. Αυτό έκρινα να κάνω. Δεν θα μπορούσα να είμαι ποτέ ρατσιστής. Ρατσισμός σημαίνει ότι πιστεύεις πως υπάρχει ένας άνθρωπος ανώτερος από έναν άλλο. Εγώ δεν πιστεύω κάτι τέτοιο, πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι ως δημιούργημα είμαστε κατώτεροι των προσδοκιών. Όλοι κάπου χάνουμε».

«Απεχθάνομαι τα κλισέ», συνεχίζει, «ότι σώνει και καλά ο αριστερός είναι προοδευτικός, ή ο ξένος είναι ένας καλοπροαίρετος νοικοκύρης που θέλει να δουλέψει. Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβουμε ότι μπορεί ο αριστερός να είναι λαμόγιο, και ότι υπάρχουν και τίμιοι δεξιοί, ή ότι οι καλοί ξένοι υπάρχουν και είναι πολλοί, αλλά υπάρχουν και οι άλλοι. Πάντα λέγαμε ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι κακομοίρηδες. Βλέπουμε μετά από δεκαετίες ότι πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι είναι πιο βολεμένοι από ιδιωτικούς, που ζουν και με το τρόμο της ανεργίας. Όλα αυτά καταρρίπτονται, και σιγά σιγά φτάνουμε στην αυτογνωσία».

Όπως καταλαβαίνετε, και όπως κατάλαβα, ο Θέμος Αναστασιάδης είναι πολύ διαφορετικός από την περσόνα που προβάλλει, και την οποία εγώ προσλαμβάνω ως «λαμόγιο-ερωτύλος-ελληναράς». Η αλήθεια είναι ότι τα σαρκάζει τα τρία αυτά χαρακτηριστικά, χωρίς να σημαίνει ότι δεν τα έχει καθόλου –απλά τα έχει σε πολύ μικρότερο βαθμό, και είναι πτυχές της προσωπικότητάς του ανεπαίσθητες, πιο ασήμαντες από τις ευαισθησίες του, ας πούμε, ή τις αδυναμίες του, ή την αδιόρατη θλίψη που κρύβεται ελάχιστα κάτω από την χαρωπή επιφάνεια, μια θλίψη που καλύπτεται επιμελώς από την καλύτερη άμυνα, όπως το είχα υποψιαστεί: Το χιούμορ.

«Από μικρός αμύνομαι», λέει. «Πάντα ήθελαν να μου φάνε το κορίτσι, διάφορα λαμόγια. Τα καταφέρνανε δυστυχώς πρέπει να πω, οπότε τι να κάνω κι εγώ. Είδα ότι δεν μπορώ να πάρω τη ζωή στα σοβαρά, αναγκάστηκα να την πάρω στα αστεία. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία με το χιούμορ. Είναι πράγματι μια μορφή άμυνας. Επίσης είναι μια μορφή άμυνας απέναντι σ’ αυτό που δεν μπορεί να κατανοήσει ο άνθρωπος. Δεν είναι όλα λογικά, δεν έχουν όλα αίτιο και αιτιατό, συμβαίνουν και πράγματα κατά σύμπτωση, είτε εξαιτίας της θεωρίας του χάους, είτε απλά συμβαίνουν. Όταν συμβαίνουν, και το μυαλό σου δεν μπορεί να τα συλλάβει, εκεί γεννιέται το χιούμορ. Και κάνεις πλάκα με τον εαυτό σου. Όταν τα προβλήματα είναι αυτής της κατηγορίας, ψυχολογικά, το χιούμορ σε βοηθά να τα ξεπεράσεις”.

“Επίσης, είναι προσοδοφόρο».