Κουβέντες: Με Τον Τζο Τρίπι

Ο Τζο Τρίπι είναι ένας από τους διασημότερους campaign managers της εποχής μας. Έχει δουλέψει για τις καμπάνιες γνωστών Αμερικανών πολιτικών που διεκδίκησαν την Προεδρία, από τον Έντουαρντ Κένεντι μέχρι τον Γκάρι Χαρτ κι από τον Τζον Έντουαρντς μέχρι τον Χάουαρντ Ντιν. Δεν κέρδισε ποτέ, αλλά η επιρροή των μεθόδων του ήταν πολύ μεγάλη και έτσι απέκτησε πολύ μεγάλη φήμη για τις ρηξικέλευθες ιδέες του και τον out of the box τρόπο σκέψης του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τον καλούν πολιτικοί εκτός ΗΠΑ για να δουλέψει στην καμπάνια τους, κι εκεί είχε μερικές σημαντικές επιτυχίες, όπως τη δεύτερη επανεκλογή του Τόνι Μπλερ το 2005, τη νίκη του Ρομάνο Πρόντι κατά του Μπερλουσκόνι το 2006, και την φετινή νίκη του υποψηφίου με το καλύτερο όνομα στην ιστορία της πολιτικής, του Γκούντλακ Τζόναθαν, Προέδρου της Νιγηρίας. Κι έχει και μια ακόμα μεγάλη επιτυχία στο ενεργητικό του. Το 1993 βοήθησε τον Ανδρέα Παπανδρέου να επιστρέψει στην πρωθυπουργία, κερδίζοντας τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

 Πριν από λίγο καιρό ο Τζο Τρίπι βρέθηκε στην Αθήνα για να μιλήσει στο TEDxAthens 2011. Το μεσημεράκι εκείνου του Σαββάτου, καθίσαμε στην αυλή του «Ελληνικού Κόσμου» κάτω από τον ήλιο που έλαμπε κι ας ήταν Δεκέμβρης, και είπαμε μερικές κουβέντες.

trippi

Ωραία, γράφει. Πες μου τώρα ιστορίες για το ΠΑΣΟΚ. Όσο πιο ζουμερές γίνεται. 

Οι άνθρωποι του ΠΑΣΟΚ δε με εμπιστεύονταν καθόλου. Θυμάμαι τον Τσοχατζόπουλο και το Λαλιώτη. Ο Τσοχατζόπουλος ήταν σκληρός. Ο Λαλιώτης δε με χώνευε εξαρχής. “Τί ήρθε να μας πει τώρα ο Αμερικάνος”, ήταν η στάση του.

Και τί έγινε τελικά; Πώς δουλέψατε μαζί;

Ήταν ενδιαφέρον γιατί για να τους πείσω έπρεπε να κάνω κάτι. Ο Μητσοτάκης λοιπόν είχε μόλις προτείνει στον Παπανδρέου να κάνουν ντιμπέιτ, και ο Παπανδρέου είχε αρνηθεί.

Εσύ του είπες να αρνηθεί;

Ναι.

Επειδή ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία;

Ε, ναι. Το ενδιαφέρον είναι πως ο Μητσοτάκης είχε τότε για σύμβουλο τον Τζέιμς Κάρβιλ, που ένα χρόνο πριν είχε βοηθήσει τον Κλίντον να κερδίσει τις εκλογές στην Αμερική. Μόλις αρνηθήκαμε την πρόταση για το ντιμπέιτ, τους είπα ότι ο Μητσοτάκης θα βγάλει μια διαφήμιση στην τηλεόραση που θα δείχνει μια άδεια καρέκλα, καταγγέλοντας τον Παπανδρέου για το ότι αποφεύγει τη συζήτηση. Και φυσικά δε με πίστευαν. “Σιγά μην το κάνει αυτό ο Μητσοτάκης”, έλεγαν. Αλλά εγώ ήξερα ότι ακριβώς αυτό θα κάνει ο Κάρβιλ –γιατί πάντα το ίδιο κάνει. Το ίδιο βράδυ εκείνης της συνάντησης άνοιξα την τηλεόραση στο δωμάτιό μου και είδα μια διαφήμιση με μια άδεια καρέκλα. Έκτοτε έμαθαν να σέβονται τη γνώμη μου.

Τί διαφορετικό είχε εκείνη η αναμέτρηση από τις υπόλοιπες που είχες τρέξει στο παρελθόν; Πώς προετοιμαστήκες; 

Κάθε φορά που πάω σε μια καινούρια χώρα σκέφτομαι ότι τα προβλήματα εκεί πρέπει να είναι πολύ διαφορετικά, η κουλτούρα αλλιώτικη, οι άνθρωποι διαφορετικοί, αλλά τελικά μετά από 30 χρόνια έχω διαπιστώσει το εξής: Όλοι οι άνθρωποι παντού ανησυχούν για τα ίδια πράγματα. Τρία-τέσσερα είναι: Έχω δουλειά; Έχω την υγεία μου; Είμαι ασφαλής; Όλοι αυτά σκεφτόμαστε. Οι διαφορές είναι στις προτεραιότητες. Ποιο είναι στην κορυφή του ενδιαφέροντος κάθε στιγμή. Στις ΗΠΑ το 1992 είχαμε την οικονομία, δέκα χρόνια αργότερα είχαμε το θέμα της ασφάλειας, τώρα μας νοιάζει πιο πολύ πάλι η οικονομία. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Το ’93 είχαμε το θέμα της οικονομίας. Αυτό ήταν κάτι το περίεργο. Το 1992 ο Τζέιμς Κάρβιλ είχε τρέξει την καμπάνια του Μπιλ Κλίντον με το “it’s the economy, stupid” κατά του Τζορτζ Μπους. Δηλαδή δούλευε για λογαριασμό του προοδευτικού νέου υποψηφίου κατά του συντηρητικού Προέδρου σε περίοδο που η οικονομία είχε προβλήματα. Την επόμενη χρονιά έρχεται εδώ για την αντίθετη θέση: Δουλεύει για τον συντηρητικό Πρωθυπουργό σε περίοδο που η οικονομία είχε προβλήματα. Κι εμείς τρέχουμε την καμπάνια του Μπιλ Κλίντον, αυτή που είχε φτιάξει ο Κάρβιλ, δίνοντας έμφαση στην οικονομία, εναντίον του. Απαντήσαμε στη διαφήμιση για την άδεια καρέκλα λέγοντας ότι δεν μας νοιάζουν οι άδειες καρέκλες, μας νοιάζουν οι άδειες τσέπες. Δώσαμε το βάρος στην οικονομία. Σχεδόν κλέβαμε ατάκες από την καμπάνια του Κάρβιλ. Επίτηδες το έκανα. Το ήξερε. Του μίλησα μετά και το ήξερε. Και, φυσικά, κερδίσαμε.

Το κίνητρο κάθε φορά είναι η νίκη, έτσι; Δεν είναι οι αρχές ή κάτι άλλο. Είναι η στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί για να έρθει η εκλογική νίκη, όποια κι αν είναι αυτή. 

Περίπου. Στη Ζιμπάμπουε, ας πούμε, όταν αρχίσαμε την καμπάνια με τον Μόργκαν Τσβανγκιράι κατά του Μουγκάμπε, ούτε ο ίδιος σκόπευε στη νίκη. Το κάναμε μόνο και μόνο για να προωθήσουμε τη δημοκρατία στη χώρα. Κι εμείς οι ίδιοι σοκαριστήκαμε όταν κερδίσαμε. Βέβαια, μετά ήρθε ο Μουγκάμπε με τα όπλα και είπε “όχι, δεν κερδίσατε”. Ευτυχώς η διεθνής κοινότητα επέβαλε τη νομιμότητα. Η ουσία είναι ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες στο τί σκέφτεται και τί θέλει ο πολίτης της Ζιμπάμπουε, ο πολίτης των ΗΠΑ και ο πολίτης της Ελλάδας. Το τί τους ενδιαφέρει και το πώς παίρνουν τις αποφάσεις τους είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους. Και η μενταλιτέ στην κορυφή είναι επίσης η ίδια: Πώς θα μείνω στην εξουσία. Μπορεί να χρησιμοποιούν διαφορετικούς τρόπους, αλλά όλοι οι κυβερνώντες αυτό θέλουν: Να κατακτήσουν την εξουσία και μετά να μείνουν εκεί. Ακούγεται περίεργο, αλλά το συνάντησα παντού. Οι κανόνες είναι παντού ίδιοι: Όπου υπάρχουν οικονομικά προβλήματα, ο Πρόεδρος ή ο πρωθυπουργός θα έχει πρόβλημα στις εκλογές. Αν η οικονομία πάει καλά και ο κόσμος νιώθει ασφαλής, η εξουσία δύσκολα αλλάζει. Παντού γίνεται αυτό. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Τις έχω μελετήσει όλες. Και για να επιστρέψω στην ερώτησή σου, για το πώς προετοιμάζομαι, παλιά προετοιμαζόμουν εξαντλητικά, διάβαζα τα πάντα, μελετούσα πολύ. Αλλά πια έχω μάθει ότι δεν χρειάζεται, οι ομοιότητες είναι πάρα πολλές.

Τι διαφορές έχουμε εμείς από τους πολιτικούς; Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους που τους κάνουν να κάνουν αυτά που κάνουν;

Οι πολιτικοί δεν καταλαβαίνουν κάποια πράγματα. Πιστεύουν πως κάθε φορά που αλλάζει κάτι στην επικοινωνία, πρόκειται για μια αλλαγή που αφορά μόνο στην επικοινωνία. Όταν το ραδιόφωνο εμφανίστηκε, οι πολιτικοί πήγαν εκεί, με στόχο να λένε αυτά που θέλουν, να χρησιμοποιήσουν το μέσο για να περάσουν το μήνυμά τους. Το ίδιο έκαναν και οι εταιρίες. Όταν ήρθε η τηλεόραση, απλά άλλαξε το μέσο. Τώρα με το Ίντερνετ νομίζουν ότι συμβαίνει το ίδιο. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν καθόλου, κι αυτό που καταλαβαίνουμε εμείς, είναι ότι δεν άλλαξε μόνο το μέσο. Άλλαξε και η κατανομή της ισχύος. Πλέον δεν έχουν ένα μέσο στο οποίο περνάνε το μήνυμά τους και ο κόσμος τους ακούει χωρίς να απαντά ή να σχολιάζει. Μέρος αυτής της δύναμης έχει χαθεί. Είναι πιο περίπλοκο. Αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν με τίποτα. Και η φύση τους είναι η διατήρηση της εξουσίας -αυτό θέλουν, κι αυτό περιμένουν από εμάς που δουλεύουμε σε πολιτικές καμπάνιες. Οι πολίτες, από την άλλη, αμέσως το κατάλαβαν. Αμέσως διέγνωσαν τη δύναμη που τους δίνει η νέα τεχνολογία. Ετούτο εδώ το πράγμα (σ.σ. δείχνει το κινητό) έχει περισσότερη υπολογιστική ισχύ από το Apollo 11 που πήγε στη σελήνη. Αυτό το καταλαβαίνεις αμέσως εσύ και γράφεις πράγματα που διαβάζουν οι άνθρωποι στην Ελλάδα και σε ακούνε. Και έτσι οι πολιτικοί χάνουν κάμποσο από τον έλεγχο, και χάνουν κάμποση από τη δύναμη που είχαν πριν. Με τα προηγούμενα Μέσα είχαν αρκετό έλεγχο -μ’ αυτό εδώ τον χάνουν. Εσύ το καταλαβαίνεις, όλοι οι άνθρωποι εδώ το καταλαβαίνουν, αλλά οι πολιτικοί δεν το καταλαβαίνουν.

Για να σου εξηγήσω τώρα τη φύση της δύναμης που χάνουν: Αν τέσσερις φίλοι σου στείλουν ένα μήνυμα ότι η τάδε ταινία είναι χάλια και δε βλέπεται, εσύ τί θα κάνεις;

Δε θα τη δω.

Ακριβώς. Δεν έχει καμία σημασία πόσα εκατομμύρια θα ξοδέψει η εταιρία σε διαφήμιση στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο ή σε αφίσες. Οι τέσσερις φίλοι σου, που μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί σου πανεύκολα, εξασφάλισαν ότι δεν θα τη δεις ποτέ. Και η εταιρία έχασε τη δύναμή της και τον έλεγχο του μηνύματος από τέσσερις φίλους σου. Το ίδιο γίνεται και με τους πολιτικούς. Δεν έχουν καταλάβει ότι πλέον πρέπει να συζητούν με τους ανθρώπους, και να αρχίσουν να ακούν. Ποτέ δε χρειάζονταν να ακούν μέχρι τώρα. Οι αλλαγές είναι τεράστιες και να αλλάζουν εντελώς τα συστήματα που υπήρχαν. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα: Μπαράκ Ομπάμα εναντίον Χίλαρι Κλίντον. Οι Κλίντον έχουν το μηχανισμό του Δημοκρατικού Κόμματος στο τσεπάκι. Τους ανήκει. Ο Μπιλ ήταν Πρόεδρος οκτώ χρόνια, όλοι οι κομματάρχες στη χώρα είναι δικοί του. Οι άνθρωποι έχουν κερδίσει δύο φορές, οπότε νομίζουν ότι ξέρουν πώς να κερδίσουν μια καμπάνια. Κάνουν τα πάντα σωστά, τηλεόραση, ραδιόφωνο, πόστερ. Η άλλη πλευρά, βλέποντας το πρότυπο της καμπάνιας του Ντιν, το πάει αλλιώς. Στην αρχή προσπάθησαν να πάρουν όλους τους κομματάρχες και άκουσαν από όλους το ίδιο: “Είμαι με την Κλίντον”. Οπότε αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν και να πάνε κατευθείαν στον κόσμο Και έτσι δεν ανατράπηκε μόνο ολόκληρος ο κομματικός μηχανισμός του Δημοκρατικού κόμματος, αλλά κερδήθηκε και η Προεδρία.

Στην αντίθετη πλευρά του θέματος: Μουμπάρακ. Τα δίνει όλα για να κρατήσει την εξουσία, ο στρατός στους δρόμους, ενώ την ίδια ώρα οι άνθρωποι συνεννούνται με SMS. Υπάρχουν υπερβολικά πολλοί άνθρωποι, κι όταν οργανώνονται από μόνοι τους τόσο εύκολα, δεν μπορείς να τους ελέγξεις. Δε μπορείς να τους σκοτώσεις όλους. Κανείς στο σύστημα δεν ασχολιούταν με το να καταλάβει αυτή τη μετατόπιση της δύναμης, να την ερμηνεύσει και να την χρησιμοποιήσει. Κι όσο την αγνοείς ή δεν την αξιολογείς σωστά, εξασφαλίζεις ότι θα προκαλέσει ανατροπές στο σύστημα. Ίσως και με αρνητικό τρόπο, δεν ξέρουμε ακόμα.

Αυτό που ψάχνω είναι οι βασικές διαφορές στον ψυχισμό ή στον χαρακτήρα που κάνουν εμένα ή εσένα να διαφέρουμε από τους πολιτικούς.

Κοίτα. Εσύ κι εγώ δεν πιστεύουμε ότι μπορούμε να οδηγήσουμε το λαό. Ή κι αν το νομίζουμε, πιστεύουμε ότι υπάρχουν άλλοι εκατό που μπορούν να το κάνουν. Αυτοί νομίζουν ότι είναι οι μόνοι, οι εκλεκτοί, ότι μπορούν να το κάνουν καλύτερα από όλους.

Και προφανώς υπάρχουν διάφορα επίπεδα. Εσύ δούλεψες με τους  ανθρώπους που είναι στην κορυφή, αλλά από κάτω  τους υπάρχει ένας στρατός από εκατοντάδες άλλους που ποτέ δε θα φτάσουν εκεί. Κι αυτοί είναι επίσης αλλιώτικοι.

Όσο πιο χαμηλά πας, τόσο πιο πολύ βρίσκεις ανθρώπους σαν εμάς. Ο καλύτερος τρόπος να το καταλάβει κανείς είναι η ιστορία με του κουτί. Υπάρχουν 300 εκατομμύρια Αμερικανοί. Φαντάσου ότι πας σε έναν και του λες: Ορίστε αυτό το κουτί. Έχει ένα κόκκινο φως και κουμπάκια. Το συζητήσαμε όλοι μαζί και αποφασίσαμε ότι εσύ είσαι ο καταλληλότερος να κρατήσει το κουτί για τέσσερα χρόνια. Αν σου πέσει κάτω, αν τρακάρεις, αν το πετάξει η γυναίκα σου ή το αγγίξει το παιδί σου, ο κόσμος θα καταστραφεί και θα πεθάνουμε όλοι. 300 εκατομμύρια άνθρωποι θα είχαν την ίδια αντίδραση: “Ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν θέλω αυτή την ευθύνη, πάρτε το αυτό το πράγμα από εδώ”. Κάθε τέσσερα χρόνια 15-16 Αμερικάνοι εμφανίζονται ουρλιάζοντας με όλη τους τη δύναμη: “ΔΩΣΤΕ ΜΟΥ ΤΟ ΚΟΥΤΙ”. Αυτή είναι η διαφορά των πολιτικών από εμάς. Δεν ξέρω πώς να το πω, εγωισμός; Αλλά αυτή είναι η διαφορά.

Μόλις φρίκαρα.

Γιατί;

Γιατί θα έπαιρνα το κουτί.

Γιατί;

Επειδή δεν εμπιστεύομαι κανέναν άλλο να το φυλάξει.

Υπάρχουν διάφορες αιτίες και κριτήρια. Αυτοί οι δεκαέξι, όμως, είναι διαφορετικοί από όλους μας -και υπάρχουν διαφορές και μεταξύ τους. Οκτώ-εννιά σκέφτονται ως εξής: “Άν είχα το κουτί θα έβγαζα πολλά λεφτά”. Τέσσερις-πέντε είναι πιο ιδεαλιστές, το κάνουν για το καλό του πλανήτη. Σε κάθε περίπτωση, θέλουν ενεργητικά το κουτί. Παλεύουν για το κουτί. Νομίζω ότι αυτό είναι που τους κάνει να διαφέρουν, αν απαντώ στην ερώτησή σου.

Ναι, είναι αντιληπτό τώρα.

Αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον στην Αμερική είναι το ότι κάθε φορά που ένας υποψήφιος εκφράζει ένα δισταγμό, τον παραμικρό δισταγμό, έστω και για ένα δευτερόλεπτο να εμφανίσει μια αμφιβολία για το αν θα έπρεπε να κρατήσει το κουτί, φεύγει από την κούρσα ακαριαία. Οι άνθρωποι δεν το μαθαίνουν, αλλά έτσι γίνεται.

Δηλαδή πρέπει να είσαι ψυχωτικός για να το πας μέχρι τέλους. 

Αν είσαι φυσιολογικός και εκφράσεις αμφιβολίες, αν πεις ότι το κουτί θα έχει πολλές ευθύνες, αν αναρωτηθείς μήπως και δεν πρέπει να το πάρεις, τελείωσες. Έφυγες. Κανείς δεν θέλει κάποιον που δεν είναι εντελώς σίγουρος ότι το θέλει.

Ο Παπανδρέου πόσο το ήθελε;

Ω, πάρα πολύ.

Και ήταν και πολύ μεγάλος σε ηλικία το ’93.

Ήταν περίπλοκο το θέμα του. Είχε ένα σωρό κίνητρα και θέματα. Τον πατέρα του, τη χούντα. Ήθελε να προλάβει να αλλάξει αυτά που ήθελε να αλλάξει.

Είχε προλάβει να κάνει κάμποσα την οκταετία ’81-’89. Με την κακή έννοια το λέω.

Εγώ ήρθα το ’93, και αντιμετώπισα αυτά που βρήκα. Όπου πηγαίνω, είτε στη Νιγηρία είτε στη Ζιμπάμπουε είτε στην Ιταλία με τον Πρόντι αντιμετωπίζω την κατάσταση που βρίσκω.

Τώρα την κατάσταση εδώ πώς τη βλέπεις; 

Είπα σε ανθρώπους ότι θα πάω στην Ελλάδα και αντέδρασαν λες και θα πήγαινα στο Κάιρο. Κι είναι κρίμα, γιατί αν είναι να πλήττεται ο τουρισμός, περισσότερα καταστήματα θα κλείνουν, και το πρόβλημα θα χειροτερεύει.

Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς τη φύση των επεισοδίων στην Ελλάδα. Τα βλέπουν και νομίζουν ότι έχουμε πόλεμο. Αλλά δεν είναι έτσι.

Ξέρω πώς είναι τα πράγματα. Πάντα έτσι ήταν. Το ’93 κερδίσαμε τις εκλογές και την επόμενη μέρα δε μπορούσες να να φοράς πράσινα στο δρόμο. Θυμάμαι να κατεβαίνω στη Σταδίου και να βλέπεις τους μπλε από τη μία και τους πράσινους από την άλλη. Καταλάβαινες ότι είναι σχεδόν εθιμοτυπικό όλο αυτό. Ήταν και συναρπαστικό από μια περίεργη άποψη. Σαν ένα μεγάλο αγώνα ποδοσφαίρου. Redskins εναντίον Cowboys. Τέτοιο πράγμα. Και βέβαια ο Τύπος διογκώνει οτιδήποτε μοιάζει βίαιο γιατί πουλάει. Κι αυτό έχει επιπτώσεις γιατί ένας Αμερικάνος που δεν καταλαβαίνει την κουλτούρα της χώρας τα βλέπει αυτά και λέει “τί να πάω να κάνω εγώ εκεί”. Οι άνθρωποι που είναι μέσα σ’ όλο αυτό δεν μοιάζουν να καταλαβαίνουν ότι αυτό που κάνουν δεν πετυχαίνει τίποτα.

Το καταλαβαίνουν. Αλλά δεν τους νοιάζει.

Δεν νομίζω. Είναι μέσα σ’ όλο αυτό το εθιμοτυπικό της υπόθεσης και δεν σκέφτονται τις συνέπειες ακριβώς.

Εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω. Κάτι άλλο που δε μπορώ να καταλάβω: Ο Σαμαράς. Γιατί θέλει να γίνει πρωθυπουργός ο Σαμαράς; Το δικό μας το κουτί εκρήγνυται εδώ και ενάμιση χρόνο. Γιατί το θέλει τόσο πολύ;  

Θυμήσου το εξής από την Αμερικανική ιστορία: Επί Νίξον, ένα Ρεπουμπλικάνο, η κυβέρνηση παγώνει μισθούς. Ο Νίξον πέφτει. Η οικονομία χειροτερεύει, έρχεται ο Τζέραλντ Φορντ, και αυτός τα βάζει με τον πληθωρισμό. Αποτυγχάνει παταγωδώς. Έρχεται ο Κάρτερ. Ο πληθωρισμός εκτοξεύεται, η ανεργία καλπάζει, τα media αποκαλούν το άθροισμα αυτών των δύο “δείκτη δυστυχίας”. Εκείνη τη στιγμή ένας τύπος που λέγεται Ρόναλντ Ρέιγκαν έρχεται και θέλει να γίνει πρόεδρος. Κανένας δεν το καταλαβαίνει. Μέσα σ’ αυτή την καταστροφή ποιος θέλει να γίνει Πρόεδρος; Μετά από 4 χρόνια Νίξον, 4 χρόνια Φορντ, 4 χρόνια Κάρτερ, 12 χρόνια δυστοκίας δηλαδή, τα πράγματα αλλάζουν. Ο κόσμος δεν αγόραζε ψυγεία, δεν έπαιρνε καινούριο αμάξι, επειδή η κατάσταση ήταν τόσο δύσκολη. Και τη στιγμή που πια όλοι αποφασίζουν να αρχίσουν να καταναλώσουν γιατί δεν πάει άλλο 12 χρόνια με το ίδιο αμάξι, γίνεται Πρόεδρος ο Ρέιγκαν. Εμφανίζεται ακριβώς την ώρα που τα πράγματα θα γύριζαν ούτως ή άλλως. Μάντεψε ποιος θεωρείται ένας από τους χειρότερους Προέδρους στην ιστορία.

Ο Κάρτερ.

Και ποιος ένας από τους καλύτερους;

Ο Ρέιγκαν.

Οπότε υποθέτω ότι ο Σαμαράς πιστεύει πως αν το οριοθετήσει σωστά και εμφανιστεί μετά την καταστροφή, θα επωφεληθεί.

Υπάρχει μια διαφορά, όμως. Εμείς έχουμε ακόμα πολλά χρόνια μέχρι να φτάσουμε στον πάτο.

Ίσως. Αλλά εγώ πιθανολογώ πώς μπορεί να σκέφτεται.

(μια παύση)

Ωραία λιακάδα έχει.

Είναι ασυνήθιστο για την εποχή;

Όχι. Από πότε έχεις να ξανάρθεις στην Ελλάδα;

Α, έρχομαι κάθε εξάμηνο, σίγουρα κάθε χρόνο. Τη λατρεύω. Την ερωτεύτηκα, και στεναχωριέμαι που τη βλέπω στα δύσκολο.

Τί θα πεις στην ομιλία; (σ.σ μιλούσε στο TEDxAthens τρεις ώρες αργότερα) 

Αυτά που είπαμε πάνω-κάτω.

Την ιστορία με το κουτί θα την πεις;

Όχι.

Κακώς. Οπωσδήποτε να την πεις. Θα τους αρέσει πολύ.

(σ.σ. την είπε)

UPDATE: Να η ομιλία του στο TEDxAthens

[field name=”code”]

Διάβασε: Το βιβλίο του Τζο Τρίπι “The Revolution Will Not Be Televised”, στο οποίο περιγράφει τη ριζοσπαστική του καμπάνια για τον Χάουαρντ Ντιν το 2004.