Η Αξία Της Ντροπής
Το πιο ενδιαφέρον πράγμα που έμεινε από την κλωτσοπατινάδα ανάμεσα σε Σέρβους και Έλληνες μπασκετμπολίστες πριν από μια εβδομάδα ήταν, πιστεύω, οι συγγνώμες. Γιατί, όταν γίνεται μια τέτοια ξεφτίλα, είθισται οι εμπλεκόμενοι να ζητάνε μετά συγγνώμη. Υπάρχουν συγγνώμες, όμως, και υπάρχουν και «ελληνικές συγγνώμες». Η απλή συγγνώμη είναι αυτή κατά την οποία ο θύτης φοράει το σοβαρό του βλέμμα και λέει «έφταιξα», και «ήταν μια κακιά στιγμή» και «ήμουν αδικαιολόγητος» και «λυπάμαι πολύ, θα δεχτώ κάθε τιμωρία με αξιοπρέπεια και ταπεινότητα». Η «ελληνική συγγνώμη» είναι αυτή κατά την οποία ο θύτης λέει «συγγνώμη, αλλά παιδιά που τρώνε ψωμί στην Ελλάδα δημιουργούνε προβλήματα» (γνωστή και ως «συγγνώμη Τσαρτσαρή») ή «συγγνώμη, αλλά δεν πρέπει να το σκεφτόμαστε τώρα, πάμε παρακάτω» (γνωστή και ως «συγγνώμη Φώτση») ή «αυτός που μου πέταξε την καρέκλα κάποια στιγμή θα τις φάει» (γνωστή και ως «συγγνώμη Μπουρούση»).
Το κύριο χαρακτηριστικό της «ελληνικής συγγνώμης» είναι το ότι είναι στην ουσία μη-συγγνώμη. Είναι συγγνώμη έτσι για να την πούμε, στην πραγματικότητα δεν λυπούμαστε και πάρα πολύ, δηλαδή κρίμα που ήρθαν έτσι τα πράγματα αλλά αν μας ξανακουνιότανε σήμερα ο Τεόντοσιτς πάλι θα τον αρπάζαμε από το λαιμό. Νιώθουμε λύπη που έγινε ντόρος και μπορεί και να τιμωρηθούμε, αλλά όχι και καμιά τρομερή μεταμέλεια. Ούτε ιδιαίτερη ντροπή.
Η «ελληνική συγγνώμη», από αυτές που σκότωσαν το φιλότιμο, που είναι αμιγώς ελληνική λέξη, μου θύμισε κάτι άλλο (τι συνειρμούς σου κάνει το μυαλό, άτιμο πράγμα): Το επικαιροποιημένο μνημόνιο της τρόικας.
Το οποίο υπογραμμίζει ότι τα πράγματα στην οικονομία μας δεν πάνε και πάρα πολύ καλά, το σχέδιο σαν να μπατάρει, χρειάζονται περισσότερα μέτρα, περισσότερη λιτότητα, περισσότερα ζόρια. Το μνημόνιο υπογραμμίζει τη σκληρή αλήθεια: Ότι είμαστε μια χώρα ήδη χρεοκοπημένη. Και ταυτόχρονα κάνει έντονη, σχεδόν εκκωφαντική, την απουσία ενός πολύ σημαντικού πράγματος από την άλλη πλευρά, τη δική μας: Της ντροπής.
Βλέποντας ειδήσεις και διαβάζοντας εφημερίδες αντιλαμβάνεσαι ότι οι Έλληνες, ως λαός, ως ενιαία οντότητα (αν υπάρχει αυτό το πράγμα), νιώθει πολλά πράγματα αυτή την εποχή (φόβο, οργή, αγωνία, κάψιμο από τον ήλιο), αλλά δεν νιώθει καμία ντροπή για το ότι ζει σε μια χώρα που χρεοκόπησε, έπεσε έξω, τέρμα, πάπαλα. Είναι σαν μέσα μας πραγματικά να μη νιώθουμε καμία ευθύνη. Ότι στʼ αλήθεια, ως λαός, δεν φταίξαμε. Κάποιος άλλος, κάποιος ξένος, ήρθε και πήρε τα ηνία ετούτης της χώρας, την πήρε αθώα και παρθένα, «μεταπολιτευμένη», και πριν περάσουν σαράντα χρόνια την έριξε στη φτώχια και την κακομοιριά, και τώρα μια ολόκληρη γενιά κινδυνεύει να γίνει χαμένη. Εμείς δεν φταίξαμε σε τίποτα. Είτε πλακώνουμε Σέρβους μπροστά σε παιδάκια που ήρθαν για να δουν μπάσκετ, είτε ψηφίζουμε βλακωδώς, με την ίδια μακαριότητα το κάνουμε, χωρίς να αισθανόμαστε καμία ευθύνη και, εκ των υστέρων, καμία ντροπή.
Βέβαια, μπορεί να κάνω λάθος. Αυτοί που επιδεικνύουν την έλλειψη ντροπής είναι οι γκρινιάρηδες, οι φωνακλάδες, οι συνδικαλιστές, ο Τσαρτσαρής. Αυτοί ακούγονται. Μπορεί αυτοί που ντρέπονται για την κατάντια της χώρας μας, αυτοί που νιώθουν το βάρος της ευθύνης να τους κάθεται στο στομάχι, να μην ακούγονται ακριβώς επειδή έχουν λουφάξει ντροπιασμένοι και δεν μιλάνε. Μπορεί να είναι μια σιωπηλή ντροπιασμένη μειοψηφία. Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι δεν ακούγονται γι' άλλο λόγο: Επειδή δεν υπάρχουν.
social media