Παλιά Όλα Ήταν Καλύτερα

Παλιά όλα ήταν καλύτερα. Οι άνθρωποι ήταν καλύτεροι, τα κτίρια ήταν ομορφότερα, η φύση ήταν περισσότερη, το σύμπαν ήταν ευκολότερο. Όλοι ήταν πλούσιοι, έξυπνοι και ευτυχισμένοι, πιο ευγενικοί, πιο χαρούμενοι και με καλύτερο δέρμα. Η ζωή ήταν καλύτερη, παλιά. Πόσο παλιά; Όταν ήσουν μικρός, όποιος κι αν ήσουν. Οποτεδήποτε. Παλιά όλα ήταν υπέροχα, μετά πέρασε ο χρόνος και φτάσαμε στο σήμερα, και όλα πήγαν κατά διαόλου.

Διάβασα δύο κείμενα τις προηγούμενες ημέρες που κάτι τέτοια λένε, και πολύ γέλασα. Θα μοιραστώ το γέλωτα εδώ, μαζί σου.

Το περιοδικό Time κυκλοφορεί ακόμα στη χάρτινη έκδοσή του και μάλιστα κάθε εβδομάδα, κι αυτό σημαίνει ότι κάθε εβδομάδα οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να βρουν κάτι να βάλουν στο εξώφυλλο. Μερικές φορές επαναλαμβάνονται. Το εξώφυλλο του προηγούμενου τεύχους, ας πούμε, ήταν ένα δηκτικό σχόλιο για την εγωιστική φύση της γενιάς των νέων σήμερα. Το εξής:

g9510.20_Millennials.Cover

Βεβαίως, δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε τέτοια θέματα σε περιοδικά τέτοια, ποικίλης ύλης, που προσπαθούν να περιγράψουν “πώς ζούμε”. Δηλαδή, θυμάμαι να διαβάζω τέτοια αφιερώματα, ότι δηλαδή οι νέοι είναι εγωιστές και εαυτούληδες, από τότε που ήμουν κι εγώ νέος. Για όλες τις γενιές τα ίδια γράφονται. Ετούτο το καινούριο, του κυρίου Τζόελ Στάιν, είναι το ίδιο κείμενο, με απλά πιο φρέσκα στοιχεία. Δεν μπορείς να το διαβάσεις στο ίντερνετς γιατί οι κύριοι του Time δεν το έχουνε διαθέσιμο, πρέπει να είσαι συνδρομητής για να το δεις. Έτυχε να βρω ένα χάρτινο τεύχος (πόσο λεπτό!), ναι, από αυτά τα παλιά, από χαρτί, και το διάβασα.

Είχα πολλά να γράψω γι’ αυτό, και πολλές ατάκες όλο βιτριόλι και ειρωνεία σκεφτόμουν καθώς έπλενα τα δόντια μου τα βράδια, μα του κάκου: Κάποιος έχει κάνει τη δουλειά ήδη. Στο Atlantic Wire έγραψαν μια ωραιότατη κριτική του θέματος, η οποία το τοποθετεί στα κανονικά του πλαίσια, οτι δηλαδή πρόκειται ουσιαστικά για linkbait, ή τέλος πάντων όπως λέγεται το linkbait όταν γίνεται στα περίπτερα, πώς το λένε αυτό;

Γράφει ο συντάκτης:

Sometimes you get the sense that these magazines’ cultural writers have very little experience with the entire American culture, and prefer to make their grand analyses based on what people they know in the gentrified parts of cities like New York and Los Angeles were talking about at brunch last weekend.

Και ακολουθεί αντικρούοντας τα στοιχεία του συναδέλφου του στο Time ένα-ένα.

time2

Το ζουμί είναι αυτό που λέει: Φυσικά η νέα γενιά αποτελείται από νεαρούς νάρκισσους. Όλοι οι νέοι είναι νάρκισσοι. Και εμείς ήμασταν. Όταν είσαι νέος ανακαλύπτεις για πρώτη φορά κάτι τρομερό και εκπληκτικό, ένα πράγμα που σου φαντάζει ως το σημαντικότερο στον κόσμο: Τον εαυτό σου. Αυτό είναι η νεότητα, η ανακάλυψη ότι υπάρχεις, η συνειδητοποίηση του τι είσαι. Στη συνέχεια η ηλικία σε φορτώνει με τη γνώση ότι δεν είσαι τίποτα σπουδαίο, κι έρχεται αναπόφευκτα ο κυνισμός καμουφλαρισμένος ως νοημοσύνη, αλλά τότε, στα νιάτα, δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο και συναρπαστικό από τον εαυτό.

Κάθε φορά που μια νέα γενιά δημοσιογράφων γερνάει, το ξεχνάει αυτό, και νάτα τα αφιερωματικά/αποφθεγματικά άρθρα τέτοιου τύπου.

Athens_1960_Costas_Balafas

Το άλλο τέτοιο κείμενο που διάβασα ήταν στα Ελληνικά και γράφτηκε από το συγγραφέα Χρήστο Χωμενίδη. Ο Χωμενίδης γράφει ότι πλέον οι νέοι δεν έχουνε παιδεία, όπως είχανε παλιά, και γενικά η ελληνική παιδεία χειροτερεύει. Το κείμενο ξεκινά με μια αντιπαραβολή για να δείξει το πρόβλημα γλαφυρά, και η αντιπαραβολή είναι η εξής: Μια σκηνή στον επιτάφιο, κατά την οποία νέοι φωτογραφίζουν την πομπή με τα κινητά τους τηλέφωνα. Από τη μία έχεις δηλαδή νέους με κινητά τηλέφωνα, και από την άλλη πιστούς που ακολουθούν μια θρησκευτική τελετουργία. Επειδή μπορεί να μπερδευτήκατε, σύμφωνα με το συγγραφέα η δεύτερη κατηγορία έχει πολλή παιδεία, και η πρώτη είναι η απαίδευτη σύγχρονη νεολαία. Αγνοεί τα τροπάρια της Μεγάλης Παρασκευής, λέει. Τόσο απαίδευτη.

Στον κόσμο που περιγράφει ο συγγραφέας οι άνθρωποι παλιά διάβαζαν από μία εφημερίδα την ημέρα έκαστος, και επίσης οι δεξιοί μάθαιναν παιδεία στην εκκλησία και οι αριστεροί από διηγήσεις κομμουνιστικών ανδραγαθημάτων. Έτσι οι άνθρωποι παλιά ήταν πιο μορφωμένοι.

Έτσι τα γράφει, αλήθεια, δες.

Και τα δύο κείμενα αναπαράγουν την παραδοσιακή ανθρώπινη αντίληψη ότι τα πράγματα πάνε πάντα προς το χειρότερο, και ότι παλιά όλα ήταν καλύτερα. Είναι μια αντίληψη φυσιολογική, μέρος της ανθρώπινης φύσης, και επίσης σχεδόν πάντα λανθασμένη. Και οι δύο συντάκτες είναι προφανώς άνδρες πάνω από τα 40, φορτωμένοι με εμπειρίες και γνώση και σίγουρα πάρα πολύ έξυπνοι. Και οι δύο έχουν ξεχάσει δύο πράγματα: Ο μεν πρώτος ότι οι νέοι είναι εκ φύσεως νάρκισσοι πάντα, ο δε δεύτερος (ο οποίος μάλιστα δηλώνει ότι δεν του αρέσει η εξιδανίκευση του παρελθόντος -αλλά την κάνει μολαταύτα) ότι παλιά υπήρχε ακόμα λιγότερη παιδεία.

Φέρνει ο Χωμενίδης ως ενδείξεις της εκπαιδευτικής ένδειας των νέων τα κινητά τηλέφωνα και το Γκάμι Μπέαρ (ένα πράσινο τερατάκι που τραγούδαγε -έχουν μεσολαβήσει περίπου δεκαπέντε τέτοια ηλίθια memes έκτοτε, αλλά τέλος πάντων αυτό θυμήθηκε), καθώς η αχλή της λήθης έχει λειάνει την πραγματικότητα της νεότητάς του. Θυμάται ότι διάβαζε (υπαγορευμένες από κομματικά και επιχειρηματικά συμφέροντα, πεπερασμένες, μέτριες) εφημερίδες, και αγνοεί το ότι σήμερα οι νέοι έχουν πρόσβαση σε ολόκληρη τη γνώση της ανθρωπότητας μέσα από τις συσκευές με τις οποίες φωτογραφίζουν τον επιτάφιο, ότι διαβάζουν περισσότερο από όσο διάβαζε ο ίδιος, ότι επικοινωνούν καθημερινά με τον γραπτό λόγο, κάθε μέρα, ότι έχουν μια ευρύτητα πνεύματος και μια αφθονία γνώσεων αδιανόητη για τις εποχές στις οποίες μεγάλωσε.

Φυσικά τα αγνοεί όλα αυτά επειδή οι νέοι σήμερα είναι ηλίθιοι. Το βλέπει όπως το βλέπουμε όλοι. Τα παιδιά είναι βλαμμένα.

Αλλά -κι αυτό είναι το ίδιο λάθος που κάνει και ο Στάιν- πάντα οι νέοι ήταν ηλίθιοι. Νέοι είναι. Φυσικά είναι ηλίθιοι. Έχουν μόλις αποκτήσει πλήρως ανεπτυγμένο εγκέφαλο. Δεν έχουν προλάβει να βάλουν τίποτα μέσα. Δεν έχουν εμπειρίες. Εννοείται πως είναι βλαμμένοι. Πάντα ήταν βλαμμένοι. Αλλά πιο παλιά, στην εποχή τη δικιά μου, ή του Στάιν, ή του Χωμενίδη ήταν πιο βλαμμένοι. Μπορεί να μην τραγούδαγαν το Γκάμι Μπέαρ, αλλά συνωστίζονταν στο Ελληνικό για να υποδεχτούν την Τσιτσιολίνα. Μεγάλωναν σε έναν κόσμο όπου ψήφιζαν τα δέντρα, κόμματα ήταν εκτός νόμου, οι περισσότεροι δεν έβλεπαν τίποτα σ’ ολόκληρη τη νεότητά τους εκτός από το χωριό τους και ίσως την Αθήνα. Διάβαζαν εφημερίδες επειδή δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνεις.

Όχι, δεν υπήρχε “καλύτερη παιδεία παλιά”. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει. Αφού υπήρχε λιγότερη γνώση, στενότερα μυαλά, κοντύτεροι ορίζοντες, λιγότερη πληροφορία. Πολλοί πανικοβάλονται από την πληθώρα των ερεθισμάτων και την αφθονία της πληροφορίας και το χάος του 21ου αιώνα, και δεν μπορούν να καταλάβουν την επανάσταση της γνώσης που σαρώνει τον πλανήτη -και, αναπόφευκτα, και ανεξάρτητα από κάθε κρίση, και την Ελλάδα- τις τελευταίες δεκαετίες που η ανθρώπινη γνώση έφτασε στα δάχτυλα, τις τσέπες και τα μάτια σχεδόν όλων.

Βλέπουν το Γκάμι Μπέαρ και επιτάφιους, και χάνουνε το δάσος.

Πέστα, Λούη:

[field id=”1″]

* Η φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα από τη Χριστουγεννιάτικη Αθήνα του 1960 βρίσκεται στο αρχείο του Μουσείου Μπενάκη και πρόσφατα προκάλεσε μια έκρηξη νοσταλγίας στα σόσιαλ μύδια, α, τι ωραία που ήταν το 1960, σκέφτονταν όλοι, πόσο γυαλιστερή η πόλη και χαρούμενος ο κόσμος, όλα σα μπογιατισμένα με φίλτρο Walden του Instagram, ούτε φτώχια ούτε ανελευθερία ούτε μιζέρια ούτε θρησκοληψία ούτε φανατισμός ούτε πόλωση το 1960, όλα τέλεια ήταν.