Η Δύναμη Της Εικόνας, Ένας Φόνος Και Το Πρώτο Θέμα

Και η δικιά μου πρώτη αντίδραση ήταν η οργή και ο αποτροπιασμός. Πώς τολμάνε. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα.

Εδώ και μερικές δεκάδες ώρες το σημαντικότερο θέμα συζήτησης στα ίντερνετς και όπου αλλού συζητάνε Έλληνες είναι η δημοσίευση της φωτογραφίας του 34χρονου μουσικού Παύλου Φύσσα, λίγο μετά τη δολοφονική επίθεση που δέχτηκε στην Αμφιάλη, στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας “Πρώτο Θέμα”. Η εικόνα δείχνει το νεαρό άνδρα πεσμένο στο πεζοδρόμιο, στην αγκαλιά της κοπέλας του, που κλαίει. Είναι μια συγκλονιστική φωτογραφία.

“Πώς τολμάνε”, σκέφτηκα.

Έκτοτε πέρασαν πολλές ώρες και μεσολάβησαν διάφορα πράγματα. Διάβασα πολλές γνώμες στα σόσιαλ μύδια, μίλησα με κάποιους ανθρώπους, συνέβη μια τρομοκρατική επίθεση στην Κένυα, η εφημερίδα κυκλοφόρησε και, σύμφωνα με το πρώτο νούμερο που διάβασα, πούλησε 155.000 φύλλα και, κυρίως, το σκέφτηκα πολύ.

Παρακάτω θα σας γράψω μερικά στοιχεία από τη διαδικασία της σκέψης αυτής. Μπορεί να φανούν χρήσιμα σε κάποιους που δεν έχουν αποφασίσει πώς να σκεφτούν το θέμα της δημοσίευσης αυτής της φωτογραφίας. Δεν είναι θέμα απλό.

Ένα κοινό μοτίβο στα περισσότερα επικριτικά σχόλια που βλέπω, είναι μια διαρκής υποβάθμιση της σημασίας της εικόνας. Όχι της συγκεκριμένης εικόνας. Της εικόνας γενικά. Σα να αγνοούν πολλοί πόσο επιδραστικές μπορούν να είναι οι εικόνες για την ανθρωπότητα. Και σα να παραβλέπουν πως υπάρχουν εικόνες που είναι πιο σημαντικές κι από το αντικείμενό τους καθώς, για λόγους ιστορικούς, ειδησεογραφικούς ή κοινωνικούς παίρνουν το χαρακτήρα του συμβόλου για πράγματα σημαντικά και παναθρώπινα.

Αυτή η εικόνα, ας πούμε, είναι σημαντική.

century0256

(κλικ)

Αυτή η εικόνα είναι σημαντική.

vietcong

(κλικ)

Αυτή η εικόνα είναι σημαντική.

1930-lynching

(κλικ)

Εχτές συνέβη μια φρικτή τρομοκρατική επίθεση σε εμπορικό κέντρο του Ναϊρόμπι. Έτυχε εκείνες τις ώρες εκεί κοντά να βρίσκεται φωτορεπόρτερ, ο οποίος έσπευσε στο σημείο της επίθεσης την ώρα που αυτή εξελισσόταν, και έτσι λίγες ώρες αργότερα τα μεγαλύτερα sites του κόσμου είχαν φωτορεπορτάζ που έδειχναν συγκλονιστικές, σκληρές εικόνες. Είναι δύσκολο, σοκαριστικό θέαμα. Η ανάρτηση των εικόνων στο ίντερνετ διχάζει και συζητιέται αυτές τις ώρες. Υπάρχουν πολλοί που έχουν σοβαρές ενστάσεις με τη δημοσιοποίησή τους.

[field id=”1″]

[field id=”2″]

Επικοινωνήσα με τον Ζακ Σούαρντ, συντάκτη του οικονομικού site Quartz που υπογράφει ένα post με φωτογραφίες από την επίθεση, και τον ρώτησα για το πώς αποφάσισε το site να δημοσιεύσει αυτές τις εικόνες.

“Οι φωτογραφίες από το Ναϊρόμπι είναι σκληρές”, μου έγραψε, “αλλά απεικονίζουν την τρομακτική κατάσταση πάρα πολύ καλά, οπότε δημοσιεύσαμε κάποιες από αυτές. Το σημαντικό είναι ότι το κάναμε για να μεταδώσουμε αυτό που συνέβη, και όχι για να εκμεταλλευτούμε την τραγωδία. Θα δημοσιεύαμε αντίστοιχες φωτογραφίες και αν αφορούσαν διαφορετικές καταστάσεις”.

“Αν κάτι τέτοιο είχε γίνει στις ΗΠΑ και τα θύματα ήταν αμερικανοί;”, ρώτησα. “Αν είχατε τέτοιες φωτογραφίες θα τις δημοσιεύατε την ίδια ημέρα;”

¨Είναι δύσκολο να απαντήσω υποθετικά”, μου είπε, “αλλά μπορώ να πω ότι θα ακολουθούσαμε ακριβώς τα ίδια δημοσιογραφικά κριτήρια”.

Αυτό ακριβώς το θέμα είχε συζητηθεί και λίγους μήνες νωρίτερα, με αφορμή την τρομοκρατική επίθεση της Βοστόνης, και λίγες ημέρες νωρίτερα, με αφορμή τη δημοσίευση αντίστοιχων φωτογραφιών από τη Συρία. Η public editor (υπάρχει και τέτοιο πράγμα) των New York Times έγραψε ένα ενδιαφέρον άρθρο για το σκεπτικό της εφημερίδας, το οποίο περιείχε και το εξής:

The foreign editor, Joseph Kahn, told me that The Times tends not to show photographs of dead American soldiers, partly because it never wants to make public the news of a death that the family may not yet know about. I also know that many readers find graphic photographs of foreigners far easier to take than those of Americans.

Αυτό είναι ένα σημαντικό θέμα, νομίζω: Ποια είναι τα κριτήρια που ορίζουν τη δημοσιογραφική αξία μιας εικόνας, και υπαγορεύουν τη δημοσίευσή της ή μη;

Δεν είναι εύκολη η ερώτηση, και δεν υπάρχει ξεκάθαρη συνταγή του πότε δημοσιεύεται τι. Δεν είναι ακριβώς θέμα προσωπικής γνώμης, βέβαια. Υπάρχουν κάποιες κατευθντήριες γραμμές, και την πιο συνοπτική και εύγλωττη τη βρήκα εδώ (χρήσιμο σχετικό άρθρο, παρεμπιπτόντως). Το κριτήριο είναι το εξής, λέει ο πρόεδρος της ένωσης των αμερικανών φωτορεπόρτερ:

“Χρειάζονται οι πολίτες αυτή την πληροφορία για να λάβουν τις σωστές αποφάσεις για την κοινωνία;”

Κι αυτό ρευστό είναι ως ερώτηση, βέβαια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι πολίτες γνώριζαν ήδη το γεγονός της δολοφονίας -χρειάζονταν να δουν και τη φωτογραφία;

Πριν από λίγες εβδομάδες η ίδια εφημερίδα, το “Πρώτο Θέμα”, δημοσίευσε τη φωτογραφία του πτώματος του σχεδιαστή μόδας Μιχάλη Ασλάνη. Εκείνη δεν ήταν μια τέτοια περίπτωση. Η δημοσίευση της φωτογραφίας δεν προσέθετε τίποτα στην ειδησεογραφική κάλυψη του γεγονότος, δεν αναδείκνυε κανένα θέμα ευρύτερης σημασίας για την κοινωνία, δεν είχε καμία αισθητική ή συμβολική δύναμη για να ταρακουνήσει συνειδήσεις ή να προκαλέσει αλλαγή. Ήταν απλά η φωτογραφία ενός πτώματος. Η χρησιμοποίησή της από την ίδια εφημερίδα ήταν μια θλιβερή και αξιοθρήνητη επίκληση στην πτωματολαγνεία του αναγνωστικού κοινού.

Οι ασπρόμαυρες εικόνες πιο πάνω σ’ αυτό εδώ το post κατέληξαν -κι ας είναι δύσκολο να γραφτεί κάτι τέτοιο- να είναι πιο σημαντικές από τις ζωές των ανθρώπων που απεικονίζουν (ή τους θανάτους τους) καθώς επηρέασαν τις ζωές εκατομμυρίων, συνεισφέροντας στην αφύπνιση συνειδήσεων και, ταυτόχρονα, στην ακριβέστερη καταγραφή της ιστορίας. Οι φωτογραφίες από το Ναϊρόμπι, σύμφωνα με την κρίση του Ζακ και άλλων σήμερα, ανήκουν στην ίδια κατηγορία.

Κατά τη γνώμη μου, η φωτογραφία που τραβήχτηκε λίγο μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα είναι μια τέτοια φωτογραφία.

Είναι δύσκολο να περιγράψω ακριβώς τι είναι αυτό που την κάνει διαφορετική στο μυαλό μου, αλλά θα προσπαθήσω.

Μια εικόνα δεν είναι χίλιες λέξεις. Είναι η περιγραφή ενός συμβάντος σε μια γλώσσα πιο μητρική απ’ τη μητρική σου. Όταν βλέπεις μιαν εικόνα -και, δη, μια δυνατή, εύληπτη, ξεκάθαρη εικόνα- για ένα συμβάν για το οποίο έχεις διαβάσει, ξαφνικά το συμβάν γίνεται κάτι άλλο, κάτι απτό, αληθινό. Ο φόνος δεν είναι κάτι που έγινε σε μιαν άλλη άκρη της πόλης και αφορούσε ανθρώπους που δεν ξέρεις. Τα μάτια της κοπέλας στα χέρια της οποίας ξεψυχάει ο νεαρός άνδρας τον μετατρέπουν ακαριαία σε κάτι που σε αφορά άμεσα. Ταυτίζεσαι και νιώθεις πράγματα που δεν μπορούν οι λέξεις να σε κάνουν να νιώσεις.

Όταν διαβάζεις τις λέξεις “κατάρρευση κτιρίου στο Μπανγκλαντές προκάλεσε το θάνατο χιλίων ανθρώπων” νιώθεις αποτροπιασμό και φρίκη, αλλά από μια απόσταση που οι λέξεις στην οθόνη επιβάλλουν. Όταν βλέπεις αυτή τη φωτογραφία, νιώθεις κάτι εντελώς διαφορετικό.

Και το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο μια πρόσκαιρη συναισθηματική φόρτιση. Δεν χρειάζεται να βλέπουμε αυτές τις εικόνες μόνο για να νιώσουμε πιο έντονα τη λύπη. Το αποτέλεσμα είναι ότι η συναισθηματική ανταπόκριση χιλιάδων ή εκατομμυρίων ανθρώπων μπορεί να μετατραπεί σε έναυσμα, σε καταλύτη και κίνητρο για να αλλάξουν πράγματα. Φωτογραφίες έχουν βοηθήσει να αλλάξουν νομοθεσίες, να τελειώσουν πόλεμοι. Ο ρόλος τους είναι να δώσουν στους πολίτες την πληρέστερη και ακριβέστερη εικόνα για το συμβάν, να αποτυπώσουν την αλήθεια του. Αυτές οι φωτογραφίες το κάνουν.

Και η συγκεκριμένη φωτογραφία το κάνει. Πιστεύω ότι είναι η απεικόνιση του συμβάντος που αξίζει να δει ο Έλληνας πολίτης, κι ας είναι το θέαμα σα γροθιά στο στομάχι. Μερικές φορές χρειάζονται τέτοιου είδους γροθιές.

Ωστόσο, αφού το σκέφτηκα και τεκμηρίωσα στο μυαλό μου την ειδησεογραφική αξία της φωτογραφίας επαρκώς, εξακολουθώ να διαφωνώ με τη δημοσίευση της φωτογραφίας από το “Πρώτο Θέμα”.

Η έμφαση στο “Πρώτο Θέμα”.

Στην όλη ιστορία, αν ξεπεράσουμε τη δημοσιογραφική αξία της φωτογραφίας, εύκολα διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν πάρα πολλές άλλες αντιρρήσεις*, και η μεγαλύτερη  από όλες έχει να κάνει με την ταυτότητα της εφημερίδας που δημοσιεύει τη φωτογραφία.

Το “Πρώτο Θέμα” από πέρυσι έχει αναδειχθεί σε μια από τις σημαντικότερες πλατφόρμες προβολής της δραστηριότητας της Χρυσής Αυγής. Δημοσιεύοντας χαζοχαρούμενα άρθρα** για τους έρωτες των μελών της, φωτογραφίζοντάς τους σε παραλίες σαν να πρόκειται για ηθοποιούς ή τραγουδιστές και φιλοξενώντας τις ακραίες απόψεις τους σαν να πρόκειται για φρέσκα και αμόλυντα στοιχεία του εγχώριου σταρ σύστεμ, η εφημερίδα έχει κάνει πολλή και σημαντική δουλειά για να ξεπλύνει την ναζιστική και εγκληματική φύση της δραστηριότητάς της στα μάτια του αναγνωστικού της κοινού. Μπορεί να θεωρήσει κανείς με αρκετή ασφάλεια ότι μέρος του διψήφιου ποσοστού που εμφάνιζε η Χρυσή Αυγή στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις το όφειλε στο “Πρώτο Θέμα”. Βέβαια, δεν είναι το μόνο τέτοιο μέσο. Μόλις λίγες ημέρες πριν ο Μπάμπης Παπαδημητρίου στον ΣΚΑΙ μιλούσε για το ενδεχόμενο “σοβαρής Χρυσής Αυγής” που θα συνεργαζόταν λέει με τη Νέα Δημοκρατία για να κυβερνήσει, “γλυκιά ελπίδα” την είχε χαρακτηρίσει ο μητροπολίτης Αιγιαλείας και Καλαβρύτων, ενώ πολιτισμικοί θεσμοί όπως οι τραγουδιστές Πλούταρχος, Πέτρος Γαϊτάνος και Νότης Σφακιανάκης εκφράζονταν ανοιχτά υπέρ αυτού του πολιτικού κόμματος, λες και είναι σαν όλα τα άλλα.

Μέσα στη θολούρα και τη βαβούρα της ακατάσχετης οχλαγωγίας που ακολούθησε την πτώχευση, ήταν σαν κάποιοι άνθρωποι να είχαν πάρει την απόφαση ότι ξαφνικά θα πρέπει να εμφανίσουμε τους Ναζί σαν κανονικούς ανθρώπους που υπό προϋποθέσεις είναι δυνατό να ζήσουν στην κανονική κοινωνία με τους άλλους ανθρώπους. Κατά τη γνώμη μου το “Πρώτο Θέμα” πρωτοστάτησε σ’ αυτή την προσπάθεια.

Γι’ αυτό η δημοσίευση της φωτογραφίας από τη συγκεκριμένη εφημερίδα είναι ο λόγος της διαφωνίας μου. Αυτή η φωτογραφία είναι σημαντική. Κατά τη γνώμη μου έπρεπε να την δουν οι Έλληνες πολίτες. Ίσως όχι αυτό το Σαββατοκύριακο (το θέμα του χρόνου είναι επίσης κάτι το οποίο σκέφτομαι), αλλά με τρόπο σωστό και διαφανή και σε μέσο ουδέτερο (αν υπάρχει, άλλη συζήτηση αυτή). Τώρα, δημοσιευμένη στο πρωτοσέλιδο του “Πρώτου Θέματος” μολύνεται με το μανδύα του καιροσκοπισμού και της υποκρισίας***.

Θα ‘λεγε κανείς ότι, όσο λυπηρή κι αν είναι αυτή η εξέλιξη, είναι αναπόφευκτη και είναι και αυτή που μας αξίζει. Η κοινωνία που φτιάξαμε κυοφορεί ναζί μαχαιροβγάλτες,  τα έργα των οποίων βλέπουμε στα ΜΜΕ που εμείς ψηφίζουμε με το τηλεκοντρόλ, το πληκτρολόγιο και στο περίπτερο. Στη φάσα του πρωτοσέλιδου το “Πρώτο Θέμα” διαφημίζει μια ταινία που ταιριάζει μακάβρια.

“Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους”.

 

Αν δεν έχεις δει το πρωτοσέλιδο και θέλεις, μπορείς να το δεις εδώ. Είναι σκληρή εικόνα, αλλά αναίμακτη. 

warphoto

*Ποιος την τράβηξε τη φωτογραφία του Παύλου Φύσσα και της κοπέλας του; Αυτό είναι κάτι που δεν γνωρίζουμε. Τις παραπάνω ασπρόμαυρες φωτογραφίες ξέρουμε ποιος τις πήρε, οι περισσότερες είναι υπογεγραμμένες από τους ρεπόρτερ που τις τράβηξαν, μερικοί από τους οποίους είναι διάσημοι. Τα τελευταία χρόνια τα κινητά τηλέφωνα έχουν κάνει εν δυνάμει φωτορεπόρτερ όλους τους πολίτες, και σε κάποιες περιπτώσεις (όπως στη φωτογραφία στη Νέα Υόρκη στην οποία αφορά το άρθρο των ΝΥΤ που ανάφερα παραπάνω) τις φωτογραφίες τις τραβούν πολίτες. Αλλά μαθαίνουμε ποιοι, πώς, κάτω από ποιες συνθήκες. Ποιος τράβηξε τη φωτογραφία εκείνο το βράδυ; Κάτω από ποιες συνθήκες; Ξέρουμε πια ότι δεν ήταν φωτογράφος ή δημοσιογράφος: Ήταν πολίτης όπως ισχυρίζεται η εφημερίδα, ή θεσμικό όργανο της πολιτείας που βρισκόταν στο χώρο για να επιτελέσει συγκεκριμένο έργο; Μήπως θα μπορούσε να βοηθήσει αντί να φωτογραφίζει; Και πώς έφτασε η εικόνα στην εφημερίδα;  Την πούλησε; Τι είδους συναλλαγή ήταν αυτή, και γιατί δεν είναι διαφανής; Όλα αυτά κατά τη γνώμη μου έχουν σημασία. 

**Τα συγκεκριμένα άρθρα δεν μπορώ να τα βρω στο protothema.gr. Από ό,τι βλέπω, υπάρχουν μόνο αναδημοσιευμένα σε blogs ή σε σκαναρισμένες εικόνες. Αναρωτιέμαι γιατί. 

***Φυσικά, κάθε μέσο δικαιούται να κάνει λάθος και να κάνει όσες κωλοτούμπες θέλει. Διαβάζοντας την αρθρογραφία που έχει αναρτηθεί στο site της εφημερίδας, ωστόσο (όχι, δεν αγόρασα το φύλλο), διαπιστώνω ότι η δεν υπάρχει καμία επίγνωση καμίας κωλοτούμπας. Απλά η εφημερίδα κάποια στιγμή αποφάσισε να φορέσει άλλο μανδύα, ανάποδο, και συνέχισε, λέγοντας πλεόν τα ανάποδα, σα να μην τρέχει τίποτα. Δεν γνωρίζω πότε έγινε αυτή η μεταστροφή. Ελπίζω να είναι μόνιμη.