Γίνεται Τώρα: Η Δευτέρα Παρουσία

Πώς θα αντιδρούσατε αν σας έλεγα πως ο Χριστός είναι εδώ, ανάμεσά μας; Πως τον συνάντησα και του μίλησα; Πως σχεδόν τον βοήθησα να οργανώσει τη Δευτέρα Παρουσία )η οποία εξελίσσεται τώρα που μιλάμε;

Και πως, όταν συνέβησαν όλα αυτά, ήμουν την περισσότερη ώρα σχεδόν τελείως ξεμέθυστος;

Μια σχεδόν αληθινή ιστορία.

jesus2

Δούλευα σκληρά όταν το τηλέφωνο χτύπησε, και ήταν Εκείνος. Το περίμενα αυτό το τηλεφώνημα, καθώς είχαν προηγηθεί μερικές δεκάδες e-mail, τα οποία στην αρχή με είχαν τρομάξει, μετά διασκεδάσει και μετά αποσταλεί με forwardστους φίλους μου. Ήταν ο Μανώλης, και ήταν μοιραίο κάποια στιγμή να βρει το κουράγιο να τηλεφωνήσει στην ΙΜΑΚΟ.

«Είμαι ο Υιός του Θεού», είπε. Η φωνή του ήταν γλυκιά, παυσίπονη.
«Χαίρω πολύ»
«Πρέπει να συναντηθούμε»
«Σ’ αυτό το θέμα οι απόψεις διίστανται»
«Δεν με πιστεύεις;»
«Φοβάμαι πως όχι».
«Στο πάνω πάνω, τέρμα δεξιά τετραγωνάκι του Sudokuπου λύνεις αυτή τη στιγμή βάλε το 6».
«Θεέ μου».
«Ακριβώς».

Συναντηθήκαμε στο Rosebudστο Κολωνάκι το ίδιο απόγευμα. Καθόταν σε μια πορφυρή πολυθρόνα, όπως είχε προφητέψει, και κοίταζε τριγύρω με βλέμμα πράο. Ήταν κοντούλης και στρουμπουλός, φορούσε ένα καφέ σακάκι και τζιν, του πρόσωπό του στιγματιζόταν από ένα μαδημένο γένι και ένα ανάποδο χαμόγελο που απέπνεε απογοήτευση. Έμοιαζε με τον Πολ Τζιαμάτι, στο λίγο πιο φαλακρό. Μου έσφιξε το χέρι με ιδρωμένη παλάμη. Παρήγγειλε δυο νερά και τα μετέτρεψε σε Glenrothes.

«Εντυπωσιακό», είπα.

Χαμογέλασε μειλίχια. Ο σερβιτόρος μας μίσησε. Ο ήλιος έβαφε τα πάντα πορτοκαλιά και ο Μανώλης άρχισε να μιλάει.

«Όπως σου έγραψα στο email, είμαι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, και ήρθα στη Γη για δεύτερη φορά για να φέρω το τέλος του κόσμου, την τελική ήττα του Αντίχριστου, και τέλος πάντων να λήξω το όλο θέμα που έχει δημιουργηθεί με τις ταυτότητες, το ασφαλιστικό, τις υποκλοπές και τα πάντα.

Τα πράγματα όμως κάπου στράβωσαν. Το σχέδιο, όπως περιγραφόταν στο μπρίφινγκ που Μου έγινε, ήταν αρκετά διαφορετικό. Υποτίθεται ότι με τον ερχομό Μου σφραγίδες θα έσπαγαν, σάλπιγγες θα σάλπιζαν, ο ήλιος θα μαύριζε, μετεωρίτες θα έπεφταν, βουνά θα καίγονταν, ο Αρμαγεδδών θα ξεκινούσε, το ένα τρίτο της ανθρωπότητας θα πέθαινε, χαμός και ταρατατζούμ, εντυπωσιακά πράγματα.

Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε στις 7 Ιανουαρίου του 2006. Υλοποιήθηκα σε ένα παρκάκι κοντά στο σταθμό του μετρό στα Σεπόλια, όπως είμαι τώρα.

Δεν υπήρχαν  άγγελοι.
Δεν σάλπισαν σάλπιγγες.
Δεν μαύρισε ο ήλιος.

Ήμουν μόνος Μου, έκανε ψύχρα, από ένα καφενείο έπαιζε δυνατά την «Τσικουλάτα», και δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Οι οδηγίες που Μου είχαν δοθεί ήταν, μετά το σόου, τα εντυπωσιακά φωτορυθμικά και το χιλιετή πόλεμο, να μαζέψω όλη την ανθρωπότητα και όλες τις ψυχές που πέθαναν ποτέ σε ένα χώρο και να επιλέξω αυτούς που θα ζήσουν την αιώνια ζωή. Και μόνο τα logisticsενός τέτοιου εγχειρήματος, να βρεις χώρο για να φιλοξενήσει ένα τέτοιοι event, να τυπώσεις προσκλήσεις, να κανονίσεις κέτερινγκ κλπ, αποτελούσαν ένα έργο τιτάνιο. Χωρίς προσωπικό, χωρίς καμία βοήθεια, καταλαβαίνεις ότι ήμουν αρκετά πελαγωμένος.

Αγόρασα μια τυρόπιτα γιατί πείναγα, έκανα μια βόλτα, μετά πήρα το μετρό και πήγα στο Σύνταγμα, έκλεισε ένα δωμάτιο στο KingGeorge, έκανα ένα μπάνιο και αποφάσισα ότι για λίγο καιρό μα Με λένε Μανώλη, γιατί Ιησούς είναι, από ότι κατάλαβα, λίγο παλιακό και ασυνήθιστο.

Τις μέρες που ακολούθησαν δεν είχα κανένα feedbackαπό το Γραφείο και συνειδητοποίησα ότι πρέπει να τα κάνω όλα μόνος Μου.

Κάπου εδώ μπαίνεις εσύ στην ιστορία, τέκνο μου».
«Ναι»
«Δεν μπορώ να πείσω τους ανθρώπους. Πήγα παντού, αλλά κανείς δεν πιστεύει την ιστορία Μου. Κανείς δεν θέλει να προβάλει αυτό που προσπαθώ να κάνω. Ούτε ο Μικρούτσικος, ούτε το «Έχεις Γράμμα» ούτε καν το μεσημεριανό του Alpha–δεν θυμάμαι πως το λένε. Γι’ αυτό ήρθα σε σένα. Ήσουν ο πρώτος που σκέφτηκα μετά το Τηλεφώς”.
«Με τιμά αυτό», βούρκωσα.
«Με πιστεύεις;»
«Όχι».
«Θα σου δώσω 3000 ευρώ».
«Ευλόγησον, Κύριε».

Έτσι ξεκίνησε μια μεγάλη προσπάθεια για την ενίσχυση του imageτου Μανώλη, του Υιού του Θεού, και μαρκετίστικη υποστήριξη αυτής της περίεργης ταυτότητας.

Ρίχτηκα στη δουλειά με ανώμαλο ενθουσιασμό. Σχεδίασα τις κινήσεις προσεκτικά: Θα έδινα τη διαφήμιση και το brandmanagementστην karamella, τις δημόσιες σχέσεις στο Γιώργο Ντάβλα. Θα Τον πήγαινα στα σωστά μέρη, θα Τον γνώριζα στους σωστούς ανθρώπους. Θα Του έβρισκα Μαθητές.

Αλλά πρώτα κάτι έπρεπε να κάνουμε με το θέμα της αισθητικής. Πριν περάσουμε απ’ τον Zegna, έθεσα το πιο άμεσο και θεμελιώδες.

«Μπορείς να αλλάξεις εμφάνιση;»
«Όχι»
«Τι μπορείς να κάνεις;»
«Να στοιχειώσω ένα άλλο σώμα».
Έκανα ένα γρήγορο κάστινγκ στο μυαλό μου.
«Γράψε ένα όνομα»
«Ναι»
«Τεό Θεοδωρίδης».

Μέσα σε πολύ λίγο καιρό ο Μανώλης θεράπευσε δυο δαιμονισμένους, τρεις νεαρούς με οξεία ακμή (δεν μπόρεσα να βρω λεπρούς), και τη μυωπία του Λάλα. Ήθελε να αναστήσει και κανέναν, αλλά Τον έπεισα ότι θα ήταν πολύ spookyκαι φρικουλέ.

Με άκουγε και με επιβράβευε με χρήματα ουίσκι και ψάρια. Σιγά σιγά, άρχισα να Τον λατρεύω με το δικό μου, εσωτερικό τρόπο, όπως λατρεύω όσους μου χαρίζουν πράγματα.

Στην αρχή πήγαινε καλά, υπήρχε κάλυψη από τα μίντια (θα το θυμάστε, φαντάζομαι), ήταν ευχαριστημένος και ευδιάθετος, απολάμβανε και το νέο Του physique, και μου έδειχνε με συνεχή SMS, μερικά από τα οποία ήταν εντελώς αλλόκοτα:

«Χτες ήρθε πάλι η μαθήτρια Γωγώ για μάθημα. Στο τσακ ήμουν να τη βάλω να μου «πλύνει τα πόδια με τα μαλλιά» όπως το λέγαμε τότε. Δεν ξέρω αν το ‘πιασες ;-)»

«Ο Θεός είναι Ένας. Θεές, ωστόσο, υπάρχουν πολλές».

«Άλλη μια παρασπονδία χτες. Ορκίζομαι, αυτός ήταν ο τελευταίος τελευταίος πειρασμός».

«Ο μπαμπάς Μου είναι ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου. Χικ!»

Λίγο καιρό αργότερα όμως άρχισαν τα πρώτα προβλήματα. Κάποιοι μαθητές τρόμαξαν με τα «ο έχων δυο χιτώνες να δίνει τον ένα» και τα «πιο εύκολο να περάσει μια καμήλα από το μάτι της καρφίτσας απ’ το να μπει ένας πλούσιος στον παράδεισο» και άρχισαν να περιορίζουν τις επισκέψεις τους Στο τέλος είχαν μείνει μόνο ο Χάρης Σιανίδης, ένας Αλβανός που τον πλήρωνα γιατί έμοιαζε με τον Πέτρο (ή τον Παύλο, δεν θυμάμαι) στην ταινία του Τζεφιρέλι, και η Δήμητρα Λιάνη. Τα αποτελέσματα δεν έρχονταν αρκετά γρήγορα, και άρχισε να γίνεται ανυπόμονος.

«Νομίζω ότι δεν κατάλαβες καλά το πρότζεκτ», με έψεξε. «Με βάζεις να επαναλαμβάνω τα ίδια που έκανα την προηγούμενη φορά. Αυτή όμως είναι η Δευτέρα παρουσία Μου”.
«Μην γκρινιάζεις. Πρέπει να κάνουμε ξανά establishτο brandΣου. Θα τα κάνουμε γρήγορα, σε περίληψη, για να τα θυμηθούνε».
«Το ελπίζω. Άντε γεια τώρα, έχω τη φωτογράφιση του ΟΚ! στη Μύκονο σε λίγο».
«Πώς θα πάς;»
«Περπατώντας».
«Φυσικά».
Του έτεινα μια γαβάθα με νερό, και το έκανε Lagavulin.
«Δόξα Σοι»
«Άντε. Την Κανά»
«Καλό».

Με απέλυσε τις πρώτες μέρες του Μάρτη. Ήταν αναμενόμενο, μα οδυνηρό.

«Πρέπει να πάω παρακάτω», μου είπε.
«Νίπτω τας χείρας μου»
«Θα τα καταφέρω και χωρίς εσένα»
«Τι θα κάνεις τώρα;»
«θα ψάξω να βρω τον Αντίχριστο για να αρχίσει ο Αρμαγεδδών».
«Ενδιαφέρον ακούγεται»
«Και μετά θα έρθει το τέλος του κόσμου»
«Πότε θα γίνει αυτό;»
«Σε χίλια χρόνια περίπου»
«Θα τα ξαναπούμε τότε λοιπόν»
«Αυτό είναι σίγουρο»
«Τι θα γίνει εκεί;»
«Στο τελευταίο μίτινγκ που είχα με τον Ιωάννη στην Πάτμο είχα δεσμευτεί να δώσω την αιώνια ζωή σε τουλάχιστον 144.000 πιστούς. Ήταν μια βιαστική εξαγγελία. Οι εκτιμήσεις της σχετικής υπηρεσίας ήταν υπεραισιόδοξες».
«Είχα πάει σε μια γαμάτη παραλία στην Πάτμο»
«Στο Λιβάδι;»
«Όχι, Ψιλή Άμμος λεγόταν»
«Α ναι, φοβερή».
«Και πόσοι θα σωθούν τελικά;»
«Επτά»
«Επτά χιλιάδες;»
«Επτά σκέτο»
«Να τολμήσω να ρωτήσω;»
«Άστο καλύτερα»
Δεν είπαμε τίποτα άλλο. Γέμισα τη μπανιέρα με νερό, και την έκανε BlueLabel.

Έφυγε παύοντας να υπάρχει. Ο αέρας έκανε ένα «φσστ» γεμίζοντας το κενό. Καθώς βούλιαζα στο ουίσκι, ξαλαφρωμένος από θεμελιώδη ερωτήματα, ήξερα ότι δεν έχει φύγει τελείως. Ξέρω ότι είναι κάπου εκεί έξω, ψάχνοντας κάποιον από εσάς. Εκτός από επτά.