Tα Προβλήματα Που Δε Λύνονται

Σήμερα το πρωί ήθελα να φάω πουράκια Παπαδοπούλου, αυτά με τη σοκολάτα από μέσα. Είχα αυτή την όρεξη. Μα δεν είχα πουράκια Παπαδοπούλου.

Αυτό ήταν ένα πρόβλημα που αντιμετώπιζα σήμερα το πρωί.

Κοντά στο σπίτι μου υπάρχει ένα σούπερ μάρκετ, οπότε πήγα στο σούπερ μάρκετ, αγόρασα πουράκια Παπαδοπούλου, τα έφερα στο σπίτι μου, τα έβαλα για λίγη ώρα στο ψυγείο -είναι πιο ωραία έτσι- και μετά τα έφαγα.

Έτσι, το πρόβλημά μου λύθηκε.

cigar

Αυτό το πράγμα είναι η ζωή: Μια αλληλουχία από προβλήματα και η αναζήτηση των λύσεών τους. Αν γδύσεις τα πάντα από το περιτύλιγμά τους, αυτό μένει: Προβλήματα. Μα δεν είναι όλα τα προβλήματα εύκολα. Υπερβολικά πολλά προβλήματα είναι δύσκολα, πολύ δύσκολα. Η λύση τους χρειάζεται πολύ κόπο και πολύ χρόνο. Οι περισσότεροι άνθρωποι τελειώνουν τις ζωές τους αφήνοντας πίσω τους προβλήματα άλυτα.

Και υπάρχει μια άλλη κατηγορία προβλημάτων: Αυτά που δεν λύνονται. Που δεν έχουν λύση. Που η λύση τους είναι αδύνατη. Η υπόθεση Riemann, ας πούμε, δε λύνεται. Αν θες να κάτσεις να γράψεις όλα τα νούμερα μετά την υποδιαστολή του π, δεν μπορείς. Αν θες να πας αύριο στον Άρη να καβαλήσεις το Curiosity και να κάνεις κωλιές στο χώμα, δε γίνεται. Πολλοί καρκίνοι δεν θεραπεύονται. Και κανείς δεν ξέρει πώς λειτουργεί η μνήμη.

Αυτά, τα άλυτα, είναι τα πιο περίεργα προβλήματα από όλα. Είναι τόσο δύσκολα που πάνε κόντρα σε ένα χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους που μοιάζει βαθιά εγκυστωμένο μέσα στον καθένα μας από τότε που κατεβήκαμε από τα δέντρα κι αρχίσαμε να τρώμε τα μαμούθ: Ότι μπορούμε.

Η φυσική μας κατάσταση είναι να νιώθουμε ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, να ελέγξουμε τη μοίρα μας, να επιλέξουμε την κατεύθυνση προς την οποία πάμε. Είναι ένα παραπροϊόν της νοημοσύνης, της ελεύθερης βούλησης και της δυνατότητας να μεταφράσουμε αυτά που συμβαίνουν στα μυαλά μας με την ανθρώπινη γλώσσα. Τα άλυτα προβλήματα μας υπενθυμίζουν πως όχι, δεν μπορούμε. Το είδος μας δεν είναι έτοιμο ακόμα.

Αυτό το θέμα είναι κεντρικό σ’ αυτό που ζούμε σήμερα εμείς οι Έλληνες, νομίζω. Γιατί τραβάμε ζόρια πρωτοφανή για εμάς, αντιμετωπίζοντας προβλήματα που δεν λύνονται.

Θα γράψω εδώ για δύο από αυτά.

1.

Το πρώτο δεν είναι ένα μοναδικό πρόβλημα -αντιμετωπίζεται ως ένα για λόγους μάρκετινγκ από τους ακροδεξιούς/λαϊκιστές/τρομολάγνους, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο προβλήματα, ξεκάθαρα διαχωρισμένα, και μόνο χαλαρά συνδεδεμένα.

Το μεταναστευτικό, όπως το περιγράφει η Χρυσή Αυγή ή το Πρώτο Θέμα, παρουσιάζεται ως ένα πρόβλημα, αλλά στην πραγματικότητα είναι δύο: 1) Η παράνομη μετανάστευση και 2) Η εγκληματικότητα. Το ένα από τα δύο προβλήματα είναι άλυτο. Το άλλο είναι απλά δύσκολο.

Το πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης στην Ελλάδα δε λύνεται. Αν κάποιος πάει να πει ότι, ξέρεις, θα κάνω αυτό κι αυτό, ψήφισέ με και θα το λύσω εγώ το θεματάκι, να ξέρεις: Λέει ψέματα. Γιατί καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα με νόμους ή υπουργικές αποφάσεις. Είναι ένα πρόβλημα πολυπαραγοντικό, και πολλούς από τους παράγοντες που το επηρεάζουν δεν τους ελέγχει.

Δεν μπορείς να σταματήσεις αυτούς τους ανθρώπους απ’ το να έρχονται, γιατί δεν το κάνουν από χόμπι, το κάνουν από ανάγκη. Οι φτωχοί άνθρωποι θα ψάχνουν πάντα να βρουν μια καλύτερη ζωή για τον εαυτό τους και τους δικούς τους, κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ταξιδέψουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να φτάσουν σε μια άλλη χώρα όπου κανείς δεν τους μοιάζει, θα το κάνουν. Δεν μπορείς να περάσεις Προεδρικό Διάταγμα που να τους το απαγορεύει.

Επίσης, από τη στιγμή που το έχουν αποφασίσει να μπουν, θα μπουν. Σ’ αυτήν εδώ τη χώρα, έτσι που είναι, γεμάτη ακτές κορδελιαστές μήκους χιλιάδων χιλιομέτρων, δεν το γλιτώνεις. Δεν μπορείς να φυλάς αυτά τα σύνορα έτσι που είναι, ειδικά όταν δεν έχεις λεφτά ούτε για φάρμακα. Για να τα φυλάξεις αποτελεσματικά θέλεις τη βοήθεια των χωρών στις οποίες πραγματικά θέλουν να πάνε οι φτωχοί μετανάστες, και τη συνεργασία της χώρας από την οποία περνάνε για να μπουν στη δικιά σου, δηλαδή της Τουρκίας.

Άρα για να λυθεί το πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης στην Ελλάδα πρέπει να λύσεις το πρόβλημα της φτώχιας στη Γη και/ή να βάλεις τις χώρες της δυτικής Ευρώπης να σου φυλάξουν τα σύνορα και να πείσεις την Τουρκία να κάνει κάτι που δεν τη συμφέρει καθόλου.

Οπότε, με απλά και πολύ συνοπτικά λόγια, ορίστε: Το πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης στην Ελλάδα δεν λύνεται.

[motto_right]

Οι οικονομολόγοι είναι σαν τους σεισμολόγους και τους μετεωρολόγους -δεν μπορούν να προβλέψουν τίποτα, αλλά θα έρθουν μετά το συμβάν και θα στο εξηγήσουν με τη σωστή ορολογία και όλες τις λεπτομέρειες, μούρλια

[/motto_right]

Το πρόβλημα της εγκληματικότητας είναι συνδεδεμένο με το πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης μόνο έμμεσα. Εγκληματικότητα υπάρχει σε όλες τις χώρες της Γης και σε όλες τις κοινωνίες των ανθρώπων, και όταν στις κοινωνίες υπάρχουν και μετανάστες, εκ των πραγμάτων θα υπάρχουν και εγκληματίες μετανάστες. Η πάταξη του εγκλήματος είναι ευθύνη του κράτους, μια από τις υπηρεσίες που αγοράζουν οι πολίτες με τους φόρους τους. Οι μετανάστες δεν έχουν ποτέ το μονοπώλιο του εγκλήματος και η Αστυνομία είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίζει και να περιορίζει το έγκλημα ανεξάρτητα από την εθνικότητα του εγκληματία. Αν αποτυγχάνει, δε φταίει η μετανάστευση -φταίει η αστυνόμευση. Η αντίθετη άποψη προβάλλεται έντονα από τα φοβικά media και την άκρα δεξιά για λόγους μάρκετινγκ, επειδή αφ’ ενός ο φόβος πουλάει, και αφ’ ετέρου πουλάει πιο αποδοτικά όταν φοράει το μανδύα του ξένου, του αλλιώτικου. Η ουσία του προβλήματος, όμως, είναι πολύ πιο απλή: Για την αντιμετώπιση κάθε είδους εγκλήματος χρειάζεται καλύτερη αστυνόμευση. Δεν είναι εύκολο πράγμα η σωστή αστυνόμευση. Αλλά αυτό είναι το μόνο που μπορεί να γίνει.

2.

Το άλλο, σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα σήμερα είναι ότι δεν έχει λεφτά. Το κράτος μας πτώχευσε και πλέον δεν λειτουργεί όπως τα άλλα κράτη της Γης, αλλά είναι κάτι άλλο, μια οντότητα αλλιώτικη, εξαρτημένη, επιχορηγούμενη, όπως είναι οι ΠΑΕ ας πούμε. Η Ελλάδα σήμερα υπάρχει χάρη στην ελεημοσύνη των ξένων, και το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε (κυρίως εμείς, αλλά προφανώς και οι ξένοι) είναι το πώς θα βγούμε από αυτή την κατάσταση.

Πρόκειται για ένα πρόβλημα που, όπως γίνεται όλο και πιο προφανές, δε λύνεται.

Δεν υπάρχει λύση.

Δεν την έχει κανένας.

merkel

Τα μνημόνια είναι οι απόπειρες πολύ έξυπνων ανθρώπων από τους μεγαλύτερους αρμόδιους οργανισμούς του κόσμου να συντάξουν μια πολιτική που θα οδηγήσει την Ελλάδα σε μια λύση. Δεν υπάρχουν άλλοι οργανισμοί που να ξέρουν πως λύνονται προβλήματα τόσο μεγάλα και τόσο περίπλοκα. Βεβαίως, δεν έχει υπάρξει ξανά τέτοια πτώχευση σαν τη δικιά μας στην παγκόσμια ιστορία. Οπότε απ’ ό,τι αποδεικνύεται, ούτε αυτοί ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν κάτι τόσο δύσκολο. Τα μνημόνια απέτυχαν παταγωδώς, και συνεχίζουν να αποτυγχάνουν και -αυτό είναι σημαντικό- όχι μόνο επειδή δεν εφαρμόστηκαν. Και να εφαρμόζονταν -ή, μάλλον, και να γινόταν μια απόπειρα να εφαρμοστούν, καθώς η πλήρης εφαρμογή τους σε τέτοιο χρονοδιάγραμμα είναι εντελώς αδύνατη για λόγους που θα δούμε παρακάτω-, πάλι θα αποτύγχαναν.

Δεν θα αναφερθώ καθόλου στις ουτοπικές παλαβομάρες της λαϊκιστικής αριστεράς και των πάσης φύσεως ανεξέλληνων, αλλά στις μόνες φαινομενικά ρεαλιστικές λύσεις που υποτίθεται ότι υπάρχουν διαθέσιμες στη χώρα, οι οποίες είναι δύο: 1) Η εφαρμογή των μνημονίων με τις αναπόφευκτες μετατροπές/παραλλαγές και με τη λήψη νέων επικαιροποιημένων μέτρων, και 2) η επίσημη πτώχευση. Άλλοι υποστηρίζουν το μεν και άλλοι το δε, σχεδόν όλοι με δικής τους έμπνευσης παραλλαγές. Οι οικονομολόγοι, απ’ ό,τι αποδεικνύεται, Έλληνες και ξένοι, είναι άχρηστοι σ’ αυτή τη διαδικασία. Οι οικονομολόγοι δεν ξέρουν τίποτα.

(παρένθεση: πολύ προβεβλημένοι οικονομολόγοι τη γνώμη των οποίων πολύ συχνά διαβάζεις έχουν βαθιά μεσάνυχτα για την πραγματική αγορά, δεν ξέρουν ας πούμε πώς λειτουργούν οι εμπορικές τράπεζες -μου τα έχουν διηγηθεί φίλοι απλοί γνωστοί που δουλεύουν σε τράπεζες και τραβάνε τα μαλλιά τους)

Το ‘χω ξαναγράψει: Οι οικονομολόγοι είναι σαν τους σεισμολόγους και τους μετεωρολόγους -δεν μπορούν να προβλέψουν τίποτα, αλλά θα έρθουν μετά το συμβάν και θα στο εξηγήσουν με τη σωστή ορολογία και όλες τις λεπτομέρειες, μούρλια.

Από τις δύο λύσεις, η δεύτερη δεν είναι λύση. Είναι εγκατάλειψη του προβλήματος, αναγνώριση της αδυναμίας της χώρας να το λύσει. Είναι επίσης εισιτήριο για μερικά (ίσως πολλά) χρόνια ακραίας φτώχιας και κοινωνικού χάους και μακροπρόθεσμης, ασαφούς, θολής ελπίδας για ένα μέλλον που θα αφορά άλλους, πια.

Η πρώτη λύση είναι η σημαδούρα στην οποία έχουν γατζωθεί πολλοί ναυαγοί Έλληνες που ξέρουν πέντε πράγματα για το πώς λειτουργεί ο κόσμος, οι οποίοι ωστόσο δεν είναι λιγότερο απεγνωσμένοι ή λιγότερο μπερδεμένοι από τους υπόλοιπους.

Πολλοί, φιλελεύθεροι και μη, πιστεύουν ότι αν εφαρμοστούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που σ’ αυτή τη χώρα δεν έχουν εφαρμοστεί εδώ και δεκαετίες, το πρόβλημα θα λυθεί. Αν δηλαδή μικρύνει το δημόσιο, αναδιαρθρωθεί η δημόσια διοίκηση, καταπολεμηθεί η γραφειοκρατία, αναμορφωθεί η δικαιοσύνη και αντιμετωπιστεί η φοροδιαφυγή, η Ελλάδα θα ξεπεράσει το σκόπελο, θα αποπληρώσει τα δάνεια, και θα ξαναβγεί στις αγορές, αμόλυντη και περήφανη.

[motto_right]

Το να ζει κανείς σε μια πτωχευμένη χώρα είναι δύσκολο. Το να μην υπάρχει καμία λύση στο πρόβλημά της είναι αβάσταχτο.

[/motto_right]

Το πρόβλημα μ’ αυτό δεν είναι μόνο το ότι η εφαρμογή αυτών των πραγμάτων μέσα σε δύο, τρία ή πέντε χρόνια σε μια οικονομία που έχει καταρρεύσει είναι αδύνατη. Είναι πως, αν τα πάρεις ένα ένα, αυτά τα πράγματα δεν δίνουν ρεαλιστική λυση στο πρόβλημα της κρίσης χρέους. Πρόκειται για μεγάλη συζήτηση, που γίνεται σε αρκετά φόρα τον τελευταίο καιρό (και την έχω κάνει κι εγώ εδώ πότε πότε), αλλά όπως θα δούμε παρακάτω είναι άνευ ουσίας, οπότε μόνο ενδεικτικά και συνοπτικά ας πούμε ότι η απόλυση εκατό, διακοσίων ή τετρακοσίων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων βραχυπρόθεσμα θα δημιουργούσε πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα θα έλυνε, κι όταν λέω βραχυπρόθεσμα εννοώ για πάρα πολλά χρόνια (οι δημόσιοι υπάλληλοι οι συνταξιούχοι και οι μισθωτοί είναι οι μόνοι από τους οποίους το κράτος εισπράττει τακτικά, να θυμίσω), η δε αναμόρφωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών θα ήταν μια πολύ καλή κίνηση, αλλά το όφελος σε μια οικονομία που είναι τώρα πέντε χρόνια σε βαθιά ύφεση και θα συνεχίσει να είναι για αρκετά ακόμα, δεν θα είναι αρκετό.

Τέλος πάντων, καταλαβαίνεις το πνεύμα. Το σημαντικότερο θέμα όμως είναι το ότι η υλοποίηση αυτών των πραγμάτων είναι ανέφικτη επειδή δεν υπάρχει ούτε το κατάλληλο πολιτικό προσωπικό ούτε η δυνατότητα ή η βούληση από την κοινωνία να αλλάξει το υπάρχον πολιτικό προσωπικό. Αυτά που οραματίζονται οι ρεαλιστές και οι φιλελεύθεροι με ύφος περισπούδαστο είναι projects δύσκολα στο σχεδιασμό και ακόμα δυσκολότερα στην υλοποίηση. Οι Τραγάκηδες και οι Μεϊμαράκηδες του ελληνικού πολιτικού σκηνικού είναι καλοί στο να λαϊκίζουν, να βολεύουν συγγενείς και ψηφοφόρους και να μαζεύουν ψηφαλάκια στα χωριά και στις εκκλησίες αλλά δεν μπορούν να φέρουν εις πέρας κανονικά έργα.

Είχα ρωτήσει πριν από χρόνια ένα γνωστό “εναλλακτικό” πολιτικό να μου πει πόσοι από τους πολιτικούς είναι ηλίθιοι, κρετίνοι, διεφθαρμένοι και αμόρφωτοι και μου είχε απαντήσει με το συντηρητικό νούμερο “70%”.

Για να υλοποιηθούν τα μεταρρυθμιστικά όνειρα πολλών από εμάς, λοιπόν, πρέπει:

1) Να αλλάξει ένα ιλιγγιώδες ποσοστό του πολιτικού προσωπικού (πες το 70%)

2) Οι ψηφοφόροι να στηρίξουν τις αλλαγές που θα εισάγει αυτό το νέο πολιτικό προσωπικό, κάποιες από τις οποίες περιγράφονται μέσες-άκρες από τα μνημόνια.

[motto_left]

Πολλοί, φιλελεύθεροι και μη, πιστεύουν ότι αν εφαρμοστούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που σ’ αυτή τη χώρα δεν έχουν εφαρμοστεί εδώ και δεκαετίες, το πρόβλημα θα λυθεί.

[/motto_left]

Αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει σε λογικό χρονικό πλαίσιο. Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει ούτε σε παράλογο πλαίσιο. Μπορεί, αν ξεκινούσαμε τώρα, αν αύριο ξυπνούσε ο Ελληνικός λαός με φορολογική συνείδηση και μια πελώρια λαχτάρα για μεταρρυθμίσεις, να προλαβαίναμε να αλλάξουμε πολιτικό προσωπικό και να αλλάξουμε ολοκληρωτικά τον τρόπο που λειτουργεί (εδώ και 30 χρόνια) το κράτος, να αναμορφώσουμε τη δικαιοσύνη και να ξεκαθαρίσουμε τους 70.000 νόμους που βρίσκονται σε ισχύ, ξέρω γω, σε είκοσι χρόνια. Πες σε δέκα. Πιο λίγο δε γίνεται. Ούτε χώρες που ισοπεδώθηκαν από πολέμους δεν άλλαξαν τόσο ακαριαία.

Όλα αυτά τα γράφω για να υποστηρίξω το -κατά τη γνώμη μου αυτονόητο- συμπέρασμα: Δεν υπάρχει τίποτα που μπορούμε να κάνουμε ως πολίτες και ως κράτος για να λυθεί το πρόβλημά μας αυτή τη στιγμή.

Θεωρητικά, η μόνη λύση για το Ελληνικό πρόβλημα δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα. Ο μόνος τρόπος να γλιτώσουμε είναι να δημιουργηθούν στο πιτς φιτίλι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, ενωμένες και στ’ όνομα και στην ουσία, με πρωτεύουσα και ομοσπονδιακή κυβέρνηση και απ’ όλα, και μέσα σ’ αυτές η Ελλάδα να παίξει το ρόλο του Ιλινόι: Ένα αποπαίδι που τρώει λεφτά, έχει πάντα έλλειμμα, και δεν κάνει πολλή φασαρία.

Αλλά αυτό 1) ρεαλιστικά είναι αδύνατο να γίνει στο εγγύς μέλλον και 2) δεν εξαρτάται καθόλου μα καθόλου από εμάς.

Οπότε:

Η Ελληνική Κρίση είναι ένα άλυτο πρόβλημα.

Δε λύνεται.

Καθόμαστε και στεναχωριόμαστε εδώ και χρόνια για κάτι που μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε πολλά χρόνια πριν, μα τώρα ο χρόνος αντίδρασης έχει πια περάσει. Το να ζει κανείς σε μια πτωχευμένη χώρα είναι δύσκολο. Το να μην υπάρχει καμία λύση στο πρόβλημά της είναι αβάσταχτο.

Μάλλον αυτό είναι που με ενοχλεί περισσότερο απ’ όλα. Όχι το πόσο χαμηλά φτάσαμε, αλλά το ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να βγούμε από αυτό το λάκκο.

Γι’ αυτό έχω πλακώσει τα πουράκια Παπαδοπούλου τώρα τελευταία. Σ’ αυτό το πρόβλημα, τουλάχιστον, μπορώ ακόμα να βρίσκω λύση.

cigar

Διάβασε ακόμα:
‘Ολα όσα έχω γράψει για την κρίση
Κι αν η Ελλάδα αξίζει να καταρρεύσει;
Οι Έλληνες ήταν πάντα ίδιοι