Γράμματα Από την Κόλαση

kastanias

Ονειρεύεται ένα μωρό που γελάει. Τη μυρωδιά της θάλασσας όταν είσαι στο πέλαγο και δεν βλέπεις στεριά πουθενά. Τον ήλιο να χαϊδεύει το πρόσωπό του. Μετά, βλέπει την εικόνα ενός βλοσυρού άντρα με άσπρα μαλλιά, και μούσι. Ο ήλιος χάνεται, και ξαφνικά ο αέρας δεν μυρίζει θάλασσα, αλλά κόπρανα, και ένας αφόρητος πόνος κάνει την εμφάνισή του χαμηλά στην κοιλιά του. Ξέρει ότι έχει ξυπνήσει, αλλά χρειάζεται λίγες στιγμές για να θυμηθεί που βρίσκεται. Έχουν περάσει 14 χρόνια, και ακόμα δεν το έχει συνηθίσει. Προσπαθεί να κινηθεί, αλλά ο πόνος τον εμποδίζει, και μένει ξαπλωμένος στο πλάι, στο πάτωμα, με την πλάτη κολλημένη στο κορμί ενός Αιγύπτιου που ροχαλίζει. Ξαφνικά κρυώνει και προσπαθεί να κουλουριαστεί, αλλά κλωτσάει κάποιον άλλο, ή άλλους, και εγκαταλείπει την προσπάθεια. Ανοίγει τα μάτια του για να δει αν είναι μέρα, και θυμάται ότι από το ένα μάτι είναι τυφλός, και από το άλλο βλέπει μόνο ένα θαμπό φως, που μπορεί να έρχεται από το μικρό παράθυρο. Θυμάται ότι τον λένε Κώστα και ότι βρίσκεται σε ένα τσιμεντένιο κελί διαστάσεων 3 επί 4, στο οποίο ζει μαζί με άλλους 18 ανθρώπους. Ότι οι δύο φίλοι του, με τους οποίους φυλακίστηκε το 1989, έχουν πεθάνει. Ότι και ο ίδιος είναι άρρωστος και θα τους ακολουθήσει σύντομα. Κλείνει τα μάτια πάλι και προσπαθεί να κοιμηθεί ξανά, για να δει πάλι το ίδιο όνειρο. Αλλά δεν μπορεί. Επειδή θυμάται.

«Εν Κανάτερ, 4-3-2002 Πολυαγαπημένα μου αδέρφια Πέτρο και Μαρία, γεια σας. Εύχομαι το γράμμα μου να σας βρει σε πλήρη υγεία και χαρά, όπως υγιαίνω και εγώ.

Έλαβα το αγαπητό σας γράμμα και χάρηκα πολύ που είστε καλά. Στεναχωρέθηκα για τη μαμά μου που κάθε στιγμή είναι στο μυαλό μου και προσεύχομαι στο Θεό να την έχει καλά και να προλάβω να τη δω. Να την προσέχετε πολύ και πες στον Πέτρο να μην στεναχωριέται και τα πράγματα θα έρθουν με το θέλημα του Θεού. Δεν μου γράφεις αν υπάρχει καμιά προοπτική να έρθουμε στην πατρίδα. Γιατί εδώ μέσα είναι δράμα. 10 άτομα έχουν κλείσει 20 χρόνια και δεν τους αφήνουν να φύγουν. Καταλαβαίνεις τι απελπισία έχει πέσει εδώ μέσα για όλους μας. Εγώ καλά είμαι. Μου έβγαλαν καρδιογράφημα και μου είπαν ότι είναι καλό. Αλλά πώς να τους πιστέψεις. Το προξενείο μου έφερε δυο γιατρούς. Ο ένας κοίταξε το μάτι μου και μου έδωσε κάτι σταγόνες για να μείνει όπως είναι, γιατί μου είπε ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Ο άλλος κοίταξε την εγχείρηση και μου είπε ότι το ράψιμο δεν έγινε καλά, και γι’ αυτό με πονάει. Μου είπε να συνηθίσω να ζω με τον πόνο».

Το Βαπόρι Απ’ τον Περαία

Σχεδόν δεκατέσσερα χρόνια έχουν περάσει από το τελευταίο ταξίδι του μότορσιπ «Θανάσης», και ακόμα κανείς δεν ξέρει με σιγουριά τι ακριβώς συνέβη τότε. Το σίγουρο είναι ότι το μικρό φορτηγό πλοίο, ιδιοκτησίας κάποιου Αχιλλέα Μπαντούνα και με ελληνική σημαία, έφυγε από το λιμάνι της Ελευσίνας στις 29 Σεπτεμβρίου του 1989 φορτωμένο χαρτί, με προορισμό την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το πλήρωμα αποτελείτο από τον πλοίαρχο Χρήστο Χριστοφή, 40 ετών, από την Πάφο, τον Κώστα Καστανιά, που ήταν λαδάς, αλλά προήχθη σε μηχανικό για το συγκεκριμένο ταξίδι, τον ναύτη Αναστάσιο Κοντογιάννη που επίσης προήχθη σε ανθυποπλοίαρχο, τον Ιωάννη Χαλδαίο, Α’ μηχανικό, τον Ιωάννη Τσικογιαννόπουλο, ναύτη, τον Νικόλαο Ζεγγελίδη, επίσης ναύτη, και τον Νικόλαο Ιωάννου, μάγειρα.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά, κάθε μέλος του πληρώματος έχει και τη δική του εκδοχή για το τι συνέβη. Στις 20 Οκτωβρίου, όταν το πλοίο βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να φορτώσει χαλκό και λάστιχα με προορισμό το Πορτ Σουδάν και την Τζέντα, ο Χαλδαίος και ο Τσικογιαννόπουλος απολύθηκαν. Ο πλοίαρχος υποσχέθηκε στους υπόλοιπους παχουλή αμοιβή όταν θα έφταναν στον προορισμό τους. Σύμφωνα με τον Κώστα Καστανιά, εκεί φορτώθηκαν στο καράβι μεγάλα λάστιχα, για φορτηγά και τρακτέρ, στις σαμπρέλες των οποίων βρισκόταν το χασίς. Από τις 2000 σαμπρέλες, οι 196 ήταν «εμπλουτισμένες». Συνολικό βάρος του παράνομου φορτίου: 7,5 τόνοι. Η ιστορία του καπετάνιου, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετική. Σύμφωνα μ’ αυτόν, το καράβι έφυγε από την Κωνσταντινούπολη με το νόμιμο φορτίο, έχοντας πάρει εντολές από τον πλοιοκτήτη Μπαντούνα να κατευθυνθεί σε συγκεκριμένο σημείο, έξω από το Λίβανο, όπου θα συναντούσε άλλο πλοιάριο για τη συναλλαγή. Πράγματι, εκεί βρήκαν μια βάρκα με 15 οπλισμένους Λιβανέζους και τον έμπορο, ο οποίος ήταν και συμπλοιοκτήτης του «Θανάσης». Όπως και να ‘γινε η συναλλαγή, κανείς από τους εμπλεκομένους δεν επρόκειτο να αναλάβει την ευθύνη στα επόμενα 14 χρόνια. Λίγες μέρες αργότερα, στις 30 Οκτωβρίου, το πλοίο βρέθηκε στο Πορτ Σαϊντ, περιμένοντας να περάσει τη διώρυγα του Σουέζ, στο δρόμο για το σημείο παράδοσης. Οι δύο ναύτες και ο λαδάς δεν ήξεραν την έκπληξη που τους είχε ετοιμάσει ο πλοίαρχός τους. Με ένα εντυπωσιακό ρεσάλτο, οι Αιγυπτιακές αρχές κατέλαβαν το Θανάσης, βρήκαν το χασίς, και φυλάκισαν τους τρεις Έλληνες, ως υπεύθυνους για τη μεταφορά. Ο Χρήστος Χριστοφής, και μαζί ο μάγειρας Ιωάννου, έδωσαν μια απλή κατάθεση και αφέθηκαν ελεύθεροι. Ήταν αυτοί που είχαν καρφώσει το «Θανάσης».

«Εν Κανάτερ, 6-10-2002

Πολυαγαπημένα μου αδέρφια Πέτρο και Μαρία, γεια σας. Εύχομαι το γράμμα μου να σας βρει σε πλήρη υγεία και χαρά, όπως υγιαίνω και εγώ.

Έλαβα το αγαπημένο σας γράμμα και χάρηκα για τα καλά σου λόγια και για τον αγώνα που κάνετε για μένα. Αλλά ξέρεις αδερφούλα μου, ότι έχουμε μπλέξει με μια χώρα οι πολίτες της οποίας δεν ξέρουν τι θα πει στοργή και ανθρωπισμός. Η ζωή εδώ δεν είναι τίποτα γι’ αυτούς. Αυτά βλέπουμε και βιώνουμε εδώ μέσα και τρελαινόμαστε.

Μου γράφεις για τη μαμά, Μαρία. Πικράθηκα πολύ, δεν θα το ξεπεράσω ποτέ. Ζούσα πάντα με την ελπίδα να την δω. Εγώ τους πίκρανα πολύ και τους ρεζίλεψα, και τον μπαμπά μου και τη μαμά μου. Εσείς δεν το καταλαβαίνετε πόσο πόνεσα, πόσος είναι ο πόνος. Εσείς τους ζούσατε, εγώ όχι. Προσεύχομαι πάντα για τους γονείς μου. Ας με ακούσει ο μεγαλοδύναμος θεός, και ας με συγχωρέσει».

christofisΗ υπόθεση του μότορσιπ «Θανάσης» είναι σκοτεινή, και η αλήθεια για το τι πραγματικά συνέβη πιθανότατα δεν θα λάμψει ποτέ. Το πιο σκοτεινό στοιχείο της ιστορίας, ωστόσο, φαίνεται να είναι ο άνθρωπος που παρέδωσε το πλοίο στις αρχές, ο Χρήστος Χριστοφής. Ο Κύπριος καπετάνιος, που έριξε το φταίξιμο στους τρεις χαμηλόβαθμους ναύτες και τους πλοιοκτήτες του «Θανάσης», κατέθεσε ότι είπε στον φίλο και συμπατριώτη του Νίκο Ιωάννου τα πάντα για την υπόθεση την τελευταία στιγμή. Ο Ιωάννου, ωστόσο, ο μάγειρας του πλοίου, τα θυμάται διαφορετικά –κατέθεσε ότι έμαθε για τα ναρκωτικά από τον Χριστοφή δυο μήνες νωρίτερα. Υπάρχουν κι άλλα κενά στην ιστορία του πλοιάρχου –και το μεγαλύτερο από όλα αφορά την σχέση του με την DEA. Ο ίδιος δεν ανέφερε τίποτα στις επίσημες καταθέσεις του, αλλά έγινε γνωστό ότι εισέπραξε το ποσό των 300.000 δολαρίων ως αμοιβή από την αμερικανική υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών, με την οποία φαίνεται ότι είχε έρθει σε συνεννόηση πριν ακόμα φύγει το πλοίο από την Αθήνα, και πολύ πριν «καρφώσει» το φορτίο του πλοίου στις Αιγυπτιακές αρχές.

Λίγο περισσότερο ψάξιμο, εξάλλου, αποκαλύπτει κι άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία για τον, 53χρονο σήμερα, καπετάνιο. Μετά από επίσημες και ανεπίσημες προσπάθειες, αποκαλύφθηκε ότι ο Χριστοφής είχε τουλάχιστον 4 καταδίκες στην Κύπρο για υποθέσεις ναρκωτικών. Το 1983, δε, ήταν πλοίαρχος του φορτηγού «Κάντυ», το οποίο μετέφερε τσιμέντο από τη Λεμεσό στο Λίβανο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, το Α’ Μηχανικός Φαίδων Μιχαηλίδης «έπεσε» από το πλοίο και πνίγηκε. Σύμφωνα με τη γυναίκα του, ο Μιχαηλίδης, που πλησίαζε στη σύνταξή του, είχε υποψιαστεί ότι το πλοίο αντί για τσιμέντο μετέφερε όπλα, και είχε εκφράσει τη διαφωνία του. Η κυρία Μιχαηλίδου μέχρι σήμερα είναι βέβαιη ότι ο Χρήστος Χριστοφής δολοφόνησε τον άντρα της.

Έγκλημα και τιμωρία

«Εν Κανατέρ 20-10-2000

Ξέρεις, έχουμε τρεις με ημιπληγία παράλυτους εδώ. Δεν τους στέλνουν στην πατρίδα τους, ούτε σε ένα νοσοκομείο. Μας τους έχουν φορτώσει να τους νταντεύουμε. Ξέρεις τι είναι να έχεις παράλυτο στο δωμάτιό σου; Μην τα συζητάς.

Στέλνε μας βιβλία και παλιές εφημερίδες. Όταν έρθει ο Πέτρος, να μας φέρει ρέγγες και φέτα, και αυτό το χοιρινό που μας έστειλε. Ήταν το καλύτερο».

Όταν συνέβη το περιστατικό του «Θανάσης», η ελληνική δικαιοσύνη δεν αδράνησε –καθώς εμπλεκόταν ελληνικό πλοίο, είχε το δικαίωμα να κάνει τις δικές της έρευνες. Όλοι οι υπεύθυνοι εκλήθησαν να καταθέσουν, και οι τέσσερις εμπλεκόμενοι στην υπόθεση κατηγορήθηκαν και προσήχθησαν σε δύο δίκες. Στην μία, ο πλοιοκτήτης Αχιλλέας Μπαντούνος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και ο μάγειρας Νίκος Ιωάννου αθωώθηκε. Στην δεύτερη δίκη ήταν κατηγορούμενος και ο πλοίαρχος Χρήστος Χριστοφής. Εμφανίστηκε μόνο μία φορά, με ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις να τον προστατεύουν, μεταξύ άλλων, από τη χήρα του Μιχαηλίδη, σε μια δίκη που αναβλήθηκε εξαιτίας της απεργίας των δικηγόρων. Από τότε δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά. Καταδικάστηκε ερήμην σε φυλάκιση 10 χρόνων. Κανείς δεν ξέρει που βρίσκεται σήμερα.

Την ίδια στιγμή, οι τρεις χαμηλόβαθμοι του «Θανάσης» γνώριζαν μια πολύ διαφορετική δικαιοσύνη. Υπογράφοντας «ομολογίες» γραμμένες στα αραβικά, χωρίς κανένας τους να γνωρίζει τη γλώσσα ή αγγλικά, και χωρίς την παρουσία μεταφραστή, οδηγήθηκαν σε μια δίκη-παρωδία, με μόνο στοιχείο την καταδικαστική μαρτυρία του πλοίαρχου Χριστοφή. Τον Απρίλιο του 1992, και ενώ είχαν ήδη περάσει τρία χρόνια στο κάτεργο του Ζαγαζίτ, καταδικάστηκαν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, αν και δεν υπήρχε κανένας μάρτυρας κατηγορίας. Καθώς οι τρεις στοιβάζονταν στο κελί τους μαζί με άλλους 80 κρατουμένους, φορώντας τις κόκκινες στολές των μελλοθάνατων, η διεθνής κατακραυγή κλιμακωνόταν. Ο (Αιγύπτιος) Γ.Γ. του ΟΗΕ Μπούτρος Γκάλι, ο Ανδρέας Παπανδρέου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ο ίδιος ο Πάπας ζήτησαν από την Αιγυπτιακή Κυβέρνηση να μην εφαρμοστεί η ποινή. «Μια φορά», θυμάται ο Πέτρος Μαργέτης, κουνιάδος του Καστανιά, και ο μόνος άνθρωπος που τον επισκέπτεται τακτικά πια, «όταν εκκρεμούσε το εφετείο για την αναίρεση της θανατικής καταδίκης, χτύπησαν την πόρτα του. Τους έβγαλαν όλους στο προαύλιο για να τους εκτελέσουν. Είχε γίνει λάθος». Οι πιέσεις τελικά έπιασαν τόπο, και η δίκη επαναλήφθηκε με νέα σύνθεση δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα: Ισόβια κάθειρξη με καταναγκαστικά έργα, και ένα πρόστιμο 9,2 δισεκατομμυρίων δραχμών. Οι τρεις Έλληνες μεταφέρθηκαν από το Ζαγαζίτ στο Αμπού Ζάμπαλ, και από εκεί στο Κανάτερ, μια αγροτική φυλακή. Είχαν γλιτώσει την αγχόνη, αλλά η πολύχρονη φυλάκιση σε απάνθρωπες συνθήκες είχε αρχίσει να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία τους.

«Εν Κανάτερ 5-4-2002

Τώρα έχει πιάσει ένας αέρας και φέρνει αυτή τη σκόνη που μας έχει τρελάνει μια εβδομάδα. Η υγεία μου είναι η ίδια. Τα μάτια μου έχουν γλαύκωμα, το αριστερό είναι χάλια, δεν βλέπω τίποτα. Ρωτήστε κανένα γιατρό τι φάρμακα υπάρχουν. Αυτός εδώ μου έδωσε ένα κολλύριο και βάζω πρωί βράδυ».

«Στη φυλακή το μόνο που τρώνε είναι μια πίτα με φούλια», λέει ο Πέτρος Μαργέτης. «Φούλια είναι ένα είδος κουκιού το οποίο βράζουν και λιώνει. Το νερό δεν πίνεται, έχει μύκητες. Τους πηγαίνω εμφιαλωμένα, και όταν τελειώνουν τους πηγαίνω χάπια να τα βάζουν στο νερό για να σκοτώνει τα μικρόβια. Αλλιώς θα είχαν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια». Σε κάθε κελί 12 τετραγωνικών ζουν 18 κρατούμενοι. Ο μόνος αερισμός τους είναι ένα μικρό παράθυρο. Προαυλίζονται μία-δυο ώρες κάθε μέρα, και περνούν τις υπόλοιπες στο κελί. Το καλοκαίρι, για να μην πάθουν θερμοπληξία τους δίνουν από μία κολώνα πάγου. Αυτές οι συνθήκες έχουν προκαλέσει πολύ σοβαρά προβλήματα στον Κώστα Καστανιά. Έχει χάσει τα δόντια του, είναι σχεδόν τυφλός, έχει προβλήματα στα νεφρά, και διαρκείς πόνους από μια εγχείρηση κήλης, η οποία δεν έχει κλείσει σωστά. «Ο άνθρωπος βρίσκεται σε σημείο κατάληξης», λέει ο δικηγόρος του, Ανδρέας Αναγνωστάκης. «Θα πεθάνει από τις αρρώστιες και από την απελπισία». Μια απελπισία που πολλαπλασιαζόταν, καθώς ο Κώστας Καστανιάς έβλεπε τους δύο φίλους του να σβήνουν και να χάνονται, ο ένας μετά τον άλλο. Το 1996, ο Νίκος Ζεγγελίδης, χτυπημένος από τον καρκίνο, είχε πάρει χάρη από τις Αιγυπτιακές αρχές και είχε επιστρέψει στην Ελλάδα, για να πεθάνει στο σπίτι του την παραμονή των Χριστουγέννων του 1998. Μετά ήταν η σειρά του Τάσου Κοντογιάννη.

«Εν Κανατέρ 2-11-2001

Τα νέα μου, όπως τα ξέρετε, είναι πολύ δυσάρεστα. Ο Τάσος μας άφησε χρόνους. Πήρα το μολύβι με βαριά καρδιά να σας γράψω τα γεγονότα, για να καταλάβετε πώς περνάμε εδώ μέσα στην κόλαση.

Αδερφούλα μου, ο Τάσος αρρώστησε το Σεπτέμβριο. Κρύωσε, και μετά πρήστηκαν οι αμυγδαλές του και είχε πυρετό. Στείλαμε γράμμα στον αδερφό του και στο προξενείο, για να δούμε τι θα κάνουμε, αλλά δεν πήραμε καμία απάντηση. Μετά τον πόνεσαν οι αδένες στα σκέλια του και δεν μπορούσε να περπατήσει. Τον σηκώναμε για να τον πάμε στο γιατρό. Αυτός του έγραφε αντιβιοτικά, αλλά δεν υπήρχε καμία βελτίωση. Παρακαλούσαμε το διευθυντή και το γιατρό να κάνουν κάτι, αλλά μας έβριζαν. Δίναμε το τηλέφωνο του προξενείου σ’ αυτούς που είχαν επίσκεψη, για να τους τηλεφωνήσουν και να έρθουν, αλλά τίποτα. Ο Τάσος καλυτέρεψε λίγο και περπάτησε, και χαρήκαμε πολύ. Μετά από δυο μέρες, όμως, έπεσε πάλι, και μας έλεγε ότι το σαγόνι του και το κάτω χείλος του δεν τα νιώθει καθόλου. Είχε πυρετό, έβηχε, και έβγαζε κάτι μαύρα φλέματα. Φοβηθήκαμε πολύ. Τον πήγαν με το ζόρι στο νοσοκομείο, αλλά το βράδυ τον έφεραν πίσω. Το άλλο πρωί ήρθε ένας που έκανε το νοσοκόμο, και έφερε κάτι ενέσεις. Του έκανε μία, και δυο ώρες αργότερα τον έπιασε ένα τρέμουλο. Χτυπιόταν και προσπαθούσε να αναπνεύσει. Φωνάξαμε το γιατρό κι αυτός μας έβρισε, και είπε ότι το κάνει επίτηδες, και δεν έχει τίποτα. Δεν μπορούσε να κάνει την ανάγκη του, τον πηγαίναμε σηκωτό στην τουαλέτα και του βγάζαμε τα ρούχα. Δεν έτρωγε. Τους έλεγα να μην του κάνουν άλλη ένεση, αλλά αυτοί επέμεναν. Την επόμενη μέρα του έδωσαν μισή δόση. Την τέταρτη χειροτέρεψε. Την πέμπτη δώσαμε το τηλέφωνο του προξενείου σε έναν ο οποίος τους πήρε και τους έβρισε γιατί δεν έρχονταν. Στείλαμε και τηλεγράφημα στον αδερφό του για να ενεργήσει από την Αθήνα, γιατί βλέπαμε ότι αυτοί εδώ τον σκότωναν μέρα με τη μέρα. Μαρία, καμιά ανταπόκριση δεν υπήρξε από το προξενείο. Την Κυριακή ο Τάσος χειροτέρεψε. Τη Δευτέρα πήγαμε στο διευθυντή και τον παρακαλέσαμε να μας βοηθήσει. Ήρθαν, τον κοίταξαν, είπαν «δεν έχει τίποτα», και του έβαλαν έναν ορό με αντιβίωση».

Ο Αναστάσιος Κοντογιάννης πέθανε στις 29 Οκτωβρίου του 2001. Οι Αιγυπτιακές Αρχές έστειλαν το πτώμα του στην Ελλάδα γυμνό, μέσα σε μια πλαστική σακούλα.

Η διάσωση του ναύτη Κώστα

Aπό το 1989, από την πρώτη στιγμή που βρέθηκαν οι τρεις ναύτες στη φυλακή, οι οικογένειές τους δραστηριοποιήθηκαν για να τους φέρουν πίσω. Έγιναν πολλά διαβήματα, πολλές προσπάθειες, πάντα με βάση την αμοιβαία σύμβαση έκδοσης που είχαν υπογράψει οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Αιγύπτου το 1986. Σύμφωνα με αυτή, οι τρεις θα έπρεπε να εκδοθούν στην Ελλάδα, για να εκτίσουν το υπόλοιπο της ποινής τους εκεί. Οι προσπάθειες μέχρι τώρα έχουν αποτύχει, εξαιτίας της απροθυμίας της Αιγύπτου να συνεργαστεί, αλλά και λόγω μιας χρόνιας ασθένειας της ελληνικής διπλωματίας: Τις γκάφες.

«Εν Αμπού Ζαμπάλ 3-3-1997 Αγαπημένη μου Μαρία έλαβα το γράμμα σου, χάρηκα που είστε καλά. Πήρα τα πράγματα που έστειλες με τον Κοσμά. Δεν μπορώ να σας καταλάβω, με τα φάρμακα. Εγώ σας έγραψα δυο-τρία συγκεκριμένα και σεις μου στείλατε τόσα πολλά. Τα πετάω, αφού ξέρετε ότι δεν έχω μέρος να τα βάλω. Είπα στη Φωτεινή ότι 13 χρόνια έχουν μείνει ακόμα. Καταλαβαίνω, αυτή είναι η αλήθεια. Εδώ δεν μπορείτε να μας βοηθήσετε, να μας δώσουν ένα μέρος να κοιμηθούμε. Το αγώνα σας τον γνωρίζω, και είμαι υπόχρεός σας, με το παραπάνω. (…) Μας πήγαν προχτές στο νοσοκομείο. Μας κοροϊδεύουν. Μας είδαν από μακριά και μας έδιωξαν. Τα μάτια μου έχουν πρόβλημα. Ο Γιάννης μας είπε ότι μπορεί να μας πάνε στο Κανάτερ. Αν μας πάνε εκεί, μπορεί να γλιτώσουμε από αυτή την ταλαιπωρία. (…) Εσείς τι κάνετε; Δεν μου γράφεις νέα. Εδώ γράφουν οι εφημερίδες γι’ αυτή τη γυναίκα. Γιατί δεν την δίνουν;»

«Αυτή η γυναίκα» είναι η Χόντα Αμπντούλ Μονέμ Μοχάμεντ, η οποία κατεζητείτο από τις αιγυπτιακές αρχές για μια υπόθεση ακάλυπτων επιταγών, για την οποία είχε καταδικαστεί ερήμην σε τρία χρόνια φυλάκιση και καταναγκαστικά έργα. Η γυναίκα συνελήφθη στην Ελλάδα ύστερα από σήμα της Ιντερπόλ. Υποστήριξε ότι διαμένει στη χώρα μας νόμιμα και μόνιμα εδώ και δέκα χρόνια, και μάλιστα ότι ονομάζεται Σοφία Σαλάμ. Η Αίγυπτος ζητούσε επίμονα την έκδοσή της, τονίζοντας ότι σε αντάλλαγμα θα άφηνε τους τρεις ναυτικούς να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Η ελληνική πλευρά, ωστόσο, αρνήθηκε να εκδώσει την Χόντα Μοχάμεντ. Κι αν αυτό δεν αρκούσε για να εξαγριώσει τους Αιγύπτιους, υπάρχει και το προηγούμενο του «Αλέξανδρος G», ενός ακόμα ελληνικού πλοίου που είχε συλληφθεί το 1983 με 208 κιλά ηρωίνης. Οι τέσσερις Έλληνες ναυτικοί που καταδικάστηκαν στην Αίγυπτο εκδόθηκαν στην Ελλάδα, όπου η ποινή τους μετατράπηκε από ισόβια σε 20ετή κάθειρξη. Το 1990, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής τους έδωσε χάρη. Οι Αιγύπτιοι είχαν ήδη στη φυλακή τον Καστανιά, το Ζεγγελίδη, και τον Κοντογιάννη και, μετά από αυτό, δεν υπήρχε περίπτωση να τους αφήσουν.

«Εν Κανατέρ 2-1-2003 Το πιο χαρούμενο και ευχάριστο για μένα είναι ότι με επισκέφτηκε η Κατερινούλα. Είδα την κορούλα μου κοπέλα μεγάλη, την είδα και τη θαύμασα. Μιλήσαμε, μου είπε τα καλά και τα προβλήματα, πώς προοδεύει στο Πολυτεχνείο. Μου έδωσε κουράγιο και δύναμη. Όλο χαρά ήταν, που τα κατάφερε να έρθει να με δει. Δεν ήξερα τι να της πω από τη συγκίνησή μου. Δόξα το Θεό που το παιδί μεγαλώνει στο δρόμο του Θεού και σπουδάζει μόνη της. Όπως μου είπε είναι πολύ καλή μαθήτρια και ποτέ της δεν χρειάστηκε φροντιστήρια και βοήθεια από κανένα».

«Ο Κώστας Καστανιάς είναι αθώος», επιμένει ο δικηγόρος Ανδρέας Αναγνωστάκης. «Είναι μια μεγάλη αδικία. Οι Αιγύπτιοι δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να τους εκδώσουν, και πρέπει να επισημάνω ότι και τα διαβήματα της ελληνικής κυβέρνησης είναι αναιμικά». Ο Πέτρος Μαργέτης, πάντως, αν και συμφωνεί ότι ο κουνιάδος του δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση, ξεκαθαρίζει: «Το μόνο που ζητάμε είναι να έρθει στην Ελλάδα για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του σε ανθρώπινες συνθήκες. Ζητάμε να τον φέρουν εδώ για να ζήσει». Το θέμα του Καστανιά τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζεται πλέον σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Έγινε μια προσπάθεια κατά τη διάρκεια της ισπανικής προεδρίας», λέει ο ευρωβουλευτής Αλέκος Αλαβάνος, που έθεσε το θέμα στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ. «Δυστυχώς, δεν είχαμε αποτελέσματα. Είναι πάντως λίγο λυπηρό το ότι η ισπανική προεδρία έκανε περισσότερα για το θέμα από την ελληνική». Οι κινήσεις της Ελλάδας μοιάζουν νωχελικές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε άσσους στο μανίκι: Εκκρεμεί μια απόφαση για τη χορήγηση βοήθειας ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ στην Αίγυπτο από την ΕΕ, η οποία θα χρειαστεί τις υπογραφές και των 15 κρατών-μελών για να επικυρωθεί. Η Ελλάδα θα μπορούσε να «πουλήσει» την υπογραφή της, με αντάλλαγμα μια ζωή. «Μέχρι τώρα, το υπουργείο αντιμετωπίζει το θέμα γραφειοκρατικά», λέει ο κύριος Αλαβάνος. «Θα έπρεπε να το αντιμετωπίζει ως υπόθεση Έλληνα του οποίου η ζωή κινδυνεύει». Και θα πρέπει να το κάνει γρήγορα. Με τις φυσικές του αντοχές να εξαντλούνται, ο Κώστας Καστανιάς σβήνει ξαπλωμένος στο πάτωμα μιας Αιγυπτιακής φυλακής, μόνος, περιμένοντας ένα θαύμα.

«Δεν έχω τι άλλο να σας γράψω. Σας χαιρετώ με απέραντη αγάπη και φιλία

Καλή αντάμωση

Κώστας»

kastanias-letter

UPDATE: Ο Κώστας Καστανιάς τελικά μεταφέρθηκε στην Ελλάδα “για λόγους υγείας” το Νοέμβριο του 2004.

Δύο αποσπάσματα από γράμματά του που δεν χώρεσαν να δημοσιευτούν:

6-10-2002

«Πες στον Πέτρο και τον κουμπάρο σου να βοηθήσουν κανένα δυστυχισμένο εδώ μέσα να ελευθερωθεί. Ξέρει ο Πέτρος. Κλείνουν 20 χρόνια, έχουν κάτι πρόστιμα 5000 λίρες (σ.σ. περίπου 720 ευρώ), δεν έχουν να πληρώσουν, και κάθονται 5, 8 χρόνια παραπάνω. Είναι φρίκη, Μαρία, να τους ζητάνε αυτά τα λεφτά μετά από τόσα χρόνια. Και όπως καταλαβαίνεις, τους περισσότερους οι οικογένειές τους τους έχουν ξεχάσει».

6-10-2002

«Σήμερα με επισκέφτηκε ένα ανδρόγυνο, Ολλανδοί. Έμεινα έκπληκτος όταν πήγα στην επίσκεψη, ρώτησα ποιος με ζητάει, και μου έδειξαν δυο άγνωστους ανθρώπους. Χαιρετιστήκαμε, τους ρώτησα πώς με επισκεφτήκατε, και μου είπαν ότι πήγαν στην εκκλησία, είδαν τα ονόματά μας, διάλεξαν το δικό μου και με επισκέφθηκαν για να μιλήσουμε. Ήθελαν να μου δώσουν λεφτά, αλλά δεν δέχτηκα. Όταν έρθει ο Πέτρος θα του δώσω τη διεύθυνσή τους. Έχουν ανθοκήπια στην Ολλανδία. Χάρηκα πολύ».