Περιμένοντας το Λιαντίνη

Ο θάνατος είναι κυρίαρχος στον πλανήτη. Πλανητάρχης είναι ο θάνατος, κανείς άλλος. Αλλά και στο σύμπαν είναι ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί, άρα ο θάνατος είναι και συμπαντάρχης. Ολόκληρος ο πλανήτης είναι ένα σφαγείο κάθε στιγμή.

Δημήτρης Λιαντίνης

liantinis02
Να τι έγινε: Την 1η του Ιούνη του 1998, ο Δημήτρης Λιαντίνης ξύπνησε πολύ νωρίς το πρωί, στο σπίτι του στην Κηφισιά, και μπήκε στην παλιά λευκή BMW του, και πήγε στη Σπάρτη. Άφησε το αυτοκίνητο στην πόλη με γεμάτο ρεζερβουάρ, και πήρε ένα ταξί με προορισμό το καταφύγιο του Ταύγετου, 22 χιλιόμετρα μακριά. Ο Κώστας Τσούνης, ο ταξιτζής, τον είχε πάει αρκετές φορές εκεί. Τον άφηνε, και τον περίμενε στο καταφύγιο μέχρι να επιστρέψει, και τότε τον γυρνούσε στη Σπάρτη. Αυτή τη φορά, όμως, δεν θα τον περίμενε. Στις 2 το μεσημέρι, ο Δημήτρης Λιαντίνης κατέβηκε από το ταξί στο καταφύγιο, και άρχισε να ανεβαίνει με τα πόδια στο μονοπάτι που οδηγούσε στον Προφήτη Ηλία, την κορυφή του βουνού.

Κανείς δεν τον ξαναείδε από τότε, ζωντανό ή νεκρό.

 

Άνθρωποι εξαφανίζονται κάθε μέρα. Άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι παίρνουν τα πράγματά τους και φεύγουν, άλλου εγκαταλείπουν οικογένειες και φίλους. Υπάρχει ακόμα και τηλεοπτική εκπομπή που ασχολείται αποκλειστικά με τον εντοπισμό των εξαφανισμένων. Οπότε προκαλεί εύλογα έκπληξη το γιατί η ιστορία ενός 56χρονου καθηγητή πανεπιστημίου που εξαφανίστηκε πριν από επτά χρόνια εξακολουθεί να ερεθίζει την περιέργεια της κοινής γνώμης.

liantinis01Ο Δημήτρης Λιαντίνης ήταν καθηγητής στη Φιλοσοφική της Αθήνας, ένας άνθρωπος περίεργος, ασυνήθιστος, τον οποίο άλλοι λάτρευαν και άλλοι κοιτούσαν απλά με απορία. Λάτρης του αρχαιοελληνικού πνεύματος, άθρησκος, και πάντα γοητευμένος από την φιλοσοφική έννοια του θανάτου, σίγουρα δεν περνούσε απαρατήρητος ούτε από τη σχολή του, ούτε από το ευρύτερο περιβάλλον του. «Ο θάνατος είναι ένα φαινόμενο κυρίαρχο», έλεγε σε μια του διάλεξη. «Ο θάνατος είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της φιλοσοφίας. Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου. Ένα είναι βέβαιο και ασφαλές, απόλυτο ότι κάποια μέρα θα πεθάνουμε».

Γεννημένος στις 23 Ιουλίου του 1942 στη Λιαντίνα, με το όνομα Δημήτρης Νικολακάκος, ο μεσαίος από τρία αδέρφια –ο μικρότερος Στέφανος ζει στον Καναδά, ο μεγαλύτερος Γιώργος ζει στη Λιαντίνα-, ο Δημήτρης έδειξε από νωρίς την έφεσή του στο διάβασμα και τη μελέτη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική της Αθήνας και, αφού πρώτα δούλεψε για λίγα χρόνια καθηγητής σε γυμνάσιο, αποφάσισε να πάει στη Γερμανία για να κάνει μεταπτυχιακά, και τελικά επέστρεψε για να γίνει καθηγητής. Παντρεύτηκε το 1973 τη Νικολίτσα Γεωργοπούλου, και έκανε μαζί της μια κόρη, την οποία ονόμασε Διοτίμα, από μια αρχαία ιέρεια του έρωτα. Ερωτευμένος με τη ζωή, λάτρης του γυναικείου φύλου, δημοφιλής στους φοιτητές του, με καλούς φίλους, δεν ήταν ο άνθρωπος που θα περίμενε κανείς να εξελιχθεί σε αυτόχειρα. Όλα δείχνουν, ωστόσο, ότι το σχέδιο της εξαφάνισής του το είχε εκπονήσει από αρκετά νωρίς. Σύμφωνα με δηλώσεις της Νικολίτσας Γεωργοπούλου στην Ελευθεροτυπία της μέρες μετά την εξαφάνιση, προετοίμαζε την αυτοκτονία του για πολλά χρόνια, και στο παρελθόν είχε γράψει κι άλλα παρόμοια γράμματα αποχωρισμού στην κόρη του, τα οποία δεν της έδωσε ποτέ.

Μετά την εξαφάνισή του, το όνομά του Λιαντίνη έγινε διάσημο. Τα μέσα ενημέρωσης ασχολήθηκαν εκτεταμένα με το θέμα, καθώς τα σωστικά συνεργεία και η ΕΜΑΚ με τα σκυλιά της χτένιζαν τις πλαγιές του βουνού ψάχνοντάς τον. Ταυτόχρονα, ψήγματα πληροφοριών άρχισαν να έρχονται στο προσκήνιο, ενώ πολλοί άρχισαν να διαβάζουν τα γραπτά του με διαφορετικό μάτι, προσπαθώντας να αλιεύσουν στοιχεία που πιθανόν να είχε αφήσει.

Το γράμμα που άφησε στην κόρη του Διοτίμα, πάντως, είναι αρκετά ξεκάθαρο:

«Διοτίμα μου,

Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.

Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο Γαλάζιο διαμάντι.

Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.

Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι αυτο το έγκλημα με σκοτώνει.

Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπουκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.

Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.

Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.

Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή*, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή*, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης

Έζησα έρημος και ισχυρός. Λιαντίνης

Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου Στη Σπάρτη.

».

Λίγοι πλέον έχουν αμφιβολίες για την τύχη του: Ο Λιαντίνης είναι νεκρός. Τα ερωτηματικά βέβαια παραμένουν: Γιατί αυτοκτόνησε; Γιατί άφησε τόσα μυστικά και υπονοούμενα να αιωρούνται πίσω από το χαμό του; Που βρίσκεται το πτώμα του;

Διάφορες θεωρίες έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία επτά χρόνια, και έχουν αναπαραχθεί από κίτρινα έντυπα και από στόμα σε στόμα, εμπλουτίζοντας τη εξαφάνιση του Λιαντίνη με στοιχεία αστικών μύθων.

Κάποιοι υποστήριξαν ότι είναι ζωντανός, ότι έχει φύγει με μια γυναίκα ή ότι ζει κανονικά με άλλο όνομα σε διάφορα σημεία της Ελλάδας (υπάρχουν και μάρτυρες που υποστηρίζουν ότι τον έχουν δει), άλλοι τον εμπλέκουν με αιρέσεις ή ελληνολατρικές οργανώσεις, και ελπίζουν σε μελλοντικές μεταφυσικές αποκαλύψεις από γραπτά που έχει αφήσει πίσω, ή και από τον ίδιο.

Από ότι έχει γίνει γνωστό, τρεις άνθρωποι ξέρουν την αλήθεια για την εξαφάνισή του: Ο ξάδερφός του Παναγιώτης Νικολακάκος (ο επονομαζόμενος Παναγιώταρος), η κόρη του Διοτίμα, και κάποιος τρίτος που, ανάλογα με το ποιον ρωτάς, είτε είναι ένας φίλος τους, είτε ο αδερφός του Στέφανος, είτε ένας συμβολαιογράφος από την Πάτρα. Από ότι ακούγεται, επίσης, με τη συμπλήρωση των επτά χρόνων από την εξαφάνισή του, το μυστικό του θα αποκαλυφθεί, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει δώσει σ’ αυτούς τους ανθρώπους.

Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί λόγοι να κρατάμε μια επιφυλακτική στάση για όλα αυτά. Πρώτα απ’ όλα, αυτές οι φήμες κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα. Πώς έμαθαν αυτοί που μου μίλησαν ότι οι άνθρωποι που «ξέρουν την αλήθεια» είναι τρεις, και όχι δύο, ή πέντε, ή εκατό; Από πού προήλθε αυτή η πληροφορία; Η δε υπόθεση της αποκάλυψης της αλήθειας είναι ακόμα πιο περίπλοκη: Γιατί επτά χρόνια, και όχι έξι, ή δέκα; Πράγματι, ίσως θυμάστε ότι πριν από δύο χρόνια το θέμα είχε πάλι ανακινηθεί –υπήρχε η φήμη ότι με τη συμπλήρωση των πέντε χρόνων από την εξαφάνισή του «θα αποκαλυπτόταν η αλήθεια».

Για να ανακαλύψω τι από όλα αυτά ισχύει, πήγα εκεί όπου άρχισαν όλα, στο χωριό από το οποίο πήρε το όνομά του.

liantinis07

Η Λιαντίνα είναι ένα μικρό χωριό είκοσι χιλιόμετρα έξω από τη Σπάρτη, χωμένο σε ένα κατάφυτο λαγκάδι στους πρόποδες του Ταύγετου. Ο καθηγητής υπεραγαπούσε το μέρος, το επισκεπτόταν πολλές φορές το χρόνο, και εκεί διάβαζε, έγραφε, εκεί ηρεμούσε. Από το 1975 είχε αποφασίσει να αλλάξει το όνομά του από Νικολακάκος σε Λιαντίνης, και το έκανε με όλες τις νόμιμες διαδικασίες, για να τιμήσει, όπως είπε, το χωριό του.

Στη στροφή που κατεβαίνει προς το λαγκάδι όπου βρίσκεται η Λιαντίνα, υπάρχει ένα διάσελο, που προσφέρει εντυπωσιακή θέα στο βουνό. Σταματήσαμε εκεί, πριν κατηφορίσουμε προς το πατρικό του Λιαντίνη, για να φωτογραφήσουμε τον ορεινό όγκο του Ταύγετου, εγώ, ο φωτογράφος Μανώλης, και ο οδηγός μας Δημήτρης, καθώς ο ήλιος βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο. Ο δρόμος ήταν άδειος και η ησυχία απόλυτη. Και μετά, ήρθε ένα αυτοκίνητο, έκανε την στροφή στο διάσελο μειώνοντας ολοένα ταχύτητα, μέχρι που σταμάτησε δίπλα μας. Ο οδηγός, ένας ωραίος τύπος, συστήθηκε ως Ηρακλής, ταχυδρόμος στα κοντινά χωριά, άναψε τσιγάρο, και μας έπιασε την κουβέντα με τον φιλικό, φυσικό τρόπο που σου πιάνουν την κουβέντα στην επαρχία.

«Από πού είστε;» ρώτησε. Απαντήσαμε.

«Τον Λιαντίνη ψάχνετε;»

Αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για την υπόθεση, ουδέτερα και απρόσωπα, ανταλλάσσοντας τις ιστορίες που έχουμε ακούσει. Έγνεφε και επιβεβαίωνε κάθε ιστορία, σαν να είναι βαθύς γνώστης του θέματος.

«Τον Παναγιώτη το Νικολακάκο, τον Παναγιώταρο, τον ξέρετε;», ρώτησε
«Είναι ο ξάδερφος του Λιαντίνη»
«Θείος μου είναι»
«Είναι από τους τρεις που ξέρουν την αλήθεια»
«Είναι»
«Δεν σου έχει πει τίποτα;»
«Μου έχει πει»

Χαμογέλασε, και ρούφηξε το τσιγάρο του.

«Θυμάμαι είχα περάσει από το χωριό τη χρονιά που χάθηκε ο Λιαντίνης, Οκτώβρης ήταν, τέσσερις μήνες μετά, και πέρασα από τον θειό μου να πιούμε έναν καφέ. Ήταν χαρούμενος. «Τον βρήκα», μου είπε. Είχε ήδη ανέβει μερικές φορές ψάχνοντας στο βουνό, αλλά εκείνη ήταν η μέρα που είχε επιτέλους εντοπίσει το σημείο που βρισκόταν. Εκείνη τη μέρα είχε βρει το πτώμα του Λιαντίνη».

Μερικές στιγμές πέρασαν.

«Γιατί δεν έχει μιλήσει γι’ αυτό;»
«Γιατί του είχε αφήσει οδηγίες ο Λιαντίνης. Τώρα, πριν από λίγες μέρες, συμπληρώθηκαν τα επτά χρόνια από την εξαφάνισή του. Νομίζω ότι τώρα, όπου να ‘ναι, κάτι θα γίνει».

liantinis03

«Είχε μια φλόγα μέσα του. Αγάπησε τον άνθρωπο, τον τόπο του, στοχάστηκε, πόνεσε για τον άνθρωπο. Τώρα, το πώς τελείωσε τη ζωή του, αυτό είναι άλλο θέμα». Ο Γιώργος Νικολακάκος, ο κατά δύο χρόνια μεγαλύτερος αδερφός του Λιαντίνη, κάθεται στο μπαλκόνι του πατρικού του, όπου ζει μαζί με τη γυναίκα του, και μου μιλά με ένα ελαφρύ χαμόγελο που μοιάζει με μειδίαμα. Είναι λεπτός και νευρώδης, μα ήρεμος και πράος. Το ηλιοκαμένο του πρόσωπο είναι σκαμμένο από τις γραμμές της εμπειρίας.

«Στην αρχή πολλοί το κατέκριναν αυτό που έκανε», λέει για τον αδερφό του, με τη σιγανή, σεμνή φωνή του. «Κι εγώ, εντάξει, δεν μπορούσα να το καταλάβω. Μας είχε βέβαια προετοιμάσει κατά κάποιο τρόπο να είμαστε και ψύχραιμοι. Βλέποντας μετά την ανταπόκριση του κόσμου, που ερχόταν εδώ, που ήθελε να μάθει γι’ αυτόν, όλα αυτά με κάνουν να νιώθω πολύ περήφανος για τον αδερφό μου. Εγώ δεν έχω προχωρήσει πολύ στο σχολείο για να διαβάσω τα βιβλία του και να τα κατανοήσω, τρία χρόνια στο γυμνάσιο έχω πάει».

Ο Νικολακάκος κρατά στα χέρια του το «Γκέμμα», το τελευταίο βιβλίο του Λιαντίνη, ένα δυσνόητο δοκίμιο, γραμματικά και συντακτικά χαώδες, εξαιρετικά πυκνογραμμένο. Έχει 16 κεφάλαια με τίτλους όπως «Αυνάν και Κάιν», «ν = d . H», «Πέθανε ο Θεός», και το τελευταίο «Sonne überAusterlitz», και ασχολείται με θέματα ελληνισμού, θρησκείας, και φυσικά με το θάνατο.

Ο Gemma (αλλιώς: Alphecca) είναι ο φωτεινότερος αστέρας του αστερισμού CoronaBorealis (Βόρειος Στέφανος στα ελληνικά), που απεικονίζεται και σε φωτογραφία στο εξώφυλλο του βιβλίου.

«Ο Δημήτρης έχει αριθμήσει καθένα από τα είκοσι αστέρια του αστερισμού με ένα γράμμα», λέει ο αδερφός του. «Σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου δίνει και ένα γράμμα, ξεκινώντας από το α. Τα κεφάλαια όμως είναι 16. Πολλοί θεωρούν ότι τα τέσσερα κεφάλαια που λείπουν θα προστεθούν κάποια στιγμή. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι η μελέτη θανάτου που έχει κάνει. Κι αυτό είναι που θα προστεθεί. Πιστεύω ότι αυτό θα γίνει σύντομα, αυτές τις μέρες».

Για τις φήμες που κυκλοφόρησαν μετά την εξαφάνιση του Λιαντίνη, ο Νικολακάκος είναι σαφής: «Αυτά είναι βλακείες. Ερμηνεύοντας κάποιος την κίνηση του Λιαντίνη με μεταφυσικούς όρους διαπράττει ύβρη, καθώς όλο το συγγραφικό και διδακτικό του έργο αποπνέει βαθύτατη αποστροφή και εχθρότητα προς το μεταφυσικό. Υπάρχουν κάποιοι που ακόμα πιστεύουν ότι ζει, ότι έφυγε με άλλη γυναίκα, ή δεν ξέρω εγώ τι. Αυτό αποκλείεται. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση. Δεν θα έλεγε ποτέ ψέματα στη μάνα μας.

Γιατί δύο μέρες πριν φύγει, ήρθε εδώ για να μας χαιρετίσει. «Μάνα», της είπε, «εγώ τερματίζω, μην με κλαις εμένα, εγώ έζησα δύο ζωές». Η μητέρα μας συγκλονίστηκε, άρχισε να καταλαβαίνει ότι το τέλος του είναι κοντά, και του είπε: «Βρε παιδάκι μου, δεν περιμένεις πρώτα να τελειώσω εγώ και έπειτα κάνε ότι καταλαβαίνεις». «Όχι μάνα», της απάντησε, «πάρτο πίσω, αυτό είναι κατάρα για μένα. Εγώ τα έχω κανονίσει τα πράγματα. Μέχρι εδώ ήταν».

liantinis06

Τι πιστεύει ότι έκανε ο αδερφός του στο βουνό;

«Πεθαίνοντας δεν ξέρουμε τι χρησιμοποίησε», λέει. «Πολλοί λένε ότι πήρε κώνειο. Όπως μας είπαν, με το κώνειο πρώτα μουδιάζουν τα κάτω άκρα και μετά η παράλυση προχωρά προς τα πάνω. Έτσι ο άνθρωπος αισθάνεται μέχρι την τελευταία στιγμή. Ίσως αυτές τις στιγμές, μέχρι εκεί που μπορούσε, να μας άφησε κάποια στοιχεία για το τι γίνεται με το θέμα του θανάτου».

Και τι πιστεύει ότι θα συμβεί τώρα;

«Είχε πει στον ξάδερφό του τον Παναγιώτη ότι ήθελε να μείνει επτά χρόνια στην αφάνεια. Ότι μόλις περάσουν επτά χρόνια, τότε μόνο εκείνος, η κόρη του Διοτίμα και ο αδερφός του Γιώργος θα πάνε στο σημείο που έχει πει για να τον βρούν».

Για ποιο λόγο δεν έχει επιδιώξει να μάθει την αλήθεια νωρίτερα;

«Έχω αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν όπως ήθελε αυτός. Ούτε έχω ρωτήσει κανέναν, ούτε έχω πιέσει».

Στα τέλη του Ιούνη, η κόρη του Λιαντίνη θα επισκεφτεί το χωριό. Η ίδια και η μητέρα της έχουν τηρήσει στάση σιωπής όλα αυτά τα χρόνια, ενώ μέχρι πρόσφατα οι σχέσεις τους με τους άλλους συγγενείς του καθηγητή δεν ήταν ιδιαίτερα καλές. Πλέον όμως η Διοτίμα είναι ο συνδετικός κρίκος των δύο οικογενειών, και μετά από 1,5 χρόνο απουσίας, σχεδιάζει να επιστρέψει στη Λιαντίνα για να τους δει.

Τις ίδιες μέρες, εξάλλου, έχει προγραμματίσει να καταφτάσει και ο άλλος αδερφός του, ο Στέφανος, από τον Καναδά. Αυτή τη φορά, φαίνεται ότι η κινητικότητα στο θέμα έχει ουσία. Κάτι θα γίνει.

Ο Γιώργος Νικολακάκος το ξέρει. Μου δείχνει το δωμάτιο στο οποίο καθόταν ο Λιαντίνης και έγραφε, όταν ερχόταν στο χωριό, ένα δωμάτιο με τους τοίχους γεμάτους με φωτογραφίες του, και με κάποιους πίνακες ενός ζωγράφου από την Πάτρα, που εμπνεύστηκε από τον καθηγητή. Για κάποιο λόγο, δεν μπορώ να του μεταφέρω αυτά που μου είχε πει λίγο νωρίτερα ο Ηρακλής, ο ανιψιός του ξαδέρφου του. Τον αφήνω να μου διαβάζει αποσπάσματα από τη Γκέμμα. Πολύ σύντομα, άλλωστε, θα μάθουμε όλοι την αλήθεια.

liantinis04

Το βουνό είναι ζωντανό. Είναι ένα ζωντανό πράγμα, που κινείται, αλλάζει, αλλά τον περισσότερο καιρό, για χιλιετίες κάθε φορά, κάθεται και αφουγκράζεται, σαν να περιμένει. Οι δρόμοι μεταμορφώνονται: Οι βροχές παρασέρνουν τις πέτρες, σκάβουν το χώμα, σπάνε τους βράχους, αλλάζουν τη φυσιογνωμία του εδάφους –φεύγεις, επιστρέφεις ένα χρόνο αργότερα, και τίποτα δεν είναι όπως το θυμόσουν. Μόνο τα έλατα στέκουν ακίνητα, επιβλέποντας τα πάντα, σαν φρουροί.

Ο δρόμος για το καταφύγιο στην ανατολική πλευρά του Ταύγετου ήταν δύσκολος, τραχύς, γεμάτος πέτρες και νεοσχηματισμένα ξερά ρυάκια που είχαν σκαλιστεί από την τελευταία βροχή. Το 4Χ4 του οδηγού Δημήτρη τα διέσχιζε, σκαρφάλωνε στις πέτρες, χοροπηδούσε στις λακούβες-κρατήρες, και έφτασε τελικά αλώβητο στο καταφύγιο, σε ένα υψόμετρο κοντά στα δύο χιλιόμετρα. Μου φαίνεται αδιανόητο το ταξί του Κώστα Τσούνη να είχε φτάσει μέχρι εδώ. Όπως και να ‘χει, ο Δημήτρης Λιαντίνης είχε ξεκινήσει από αυτό το σημείο για να φτάσει στο άλλο, το δικό του καταφύγιο, όπου θα έκλεινε για τελευταία φορά τα μάτια.

Περπατήσαμε στο ελατόδασος για μερικές εκατοντάδες μέτρα σιωπηλοί, προσπαθώντας να αποφύγουμε τα δωράκια που μας είχαν αφήσει τα κατσίκια που φτάνουν μέχρι εδώ. Οι κορμοί των δέντρων είχαν σχήματα αλλόκοτα και υφή λεία, δεν έμοιαζαν με τους κορμούς που ξέρουμε, ήταν σαν γλυπτά, σμιλευμένα για δεκαετίες απ’ το χιόνι, τη βροχή και τους ανέμους. Γλιστρούσαμε ήσυχα κάτω από τα κλαδιά τους. Το βουνό μας αφουγκραζόταν –κι εμείς αφουγκραζόμασταν το βουνό.

Ο Δημήτρης, ο οδηγός, ήταν εκεί για να μας δείξει το δρόμο. Ο Μανώλης ήταν εκεί για να φωτογραφήσει τις εικόνες. Εγώ ήμουν εκεί για να τις δω, και να τις περιγράψω με λέξεις. Μα ταυτόχρονα, όλοι ήμασταν εκεί και για έναν άλλο σκοπό, πολύ μυστικό, που δεν τολμούσαμε να παραδεχτούμε φωναχτά, μια κοινή κρυφή μακάβρια ελπίδα: Αναζητούσαμε ένα πτώμα.

Σε κάποιο σημείο του μονοπατιού, εκεί που τα έλατα σιγά σιγά τελείωναν, και άρχιζαν οι λευκές, σαθρές, κοφτερές πέτρες, ο οδηγός σταμάτησε. «Δεν υπάρχει τίποτα άλλο πάνω», είπε. Μα εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω. Μια απότομη ανάβαση ανάμεσα στις πέτρες ήταν μπροστά μας, και μετά μια ράχη, πίσω από την οποία δεν βλέπαμε τι υπάρχει. Ήθελα να δω τι υπάρχει.

Ο οδηγός επέστρεψε στο καταφύγιο, από όπου θα μας παρακολουθούσε με τα κιάλια, αλλά ο Μανώλης με ακολούθησε, αγκομαχώντας και διασκευάζοντας γηπεδικά συνθήματα για την περίσταση: «Που είν’ ο Λιαντίνης, οέο που είν’ ο Λιαντίνης», και «Ρε Λιαντίνη, εμφανίσου, βάλε βόμβα στην 7 και εξαφανίσου». «Με έχει πιάσει η μαλακία από την υπεροξυγόνωση», δικαιολογήθηκε.

Όταν φτάσαμε στη ράχη, όπως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ανακαλύψαμε ότι ακολουθεί άλλη μια κεκλιμένη πλαγιά με πέτρες, στο τέλος της οποίας υπάρχει άλλη μια ράχη. Πίσω από την άλλη ράχη, τώρα, μακριά, φαινόταν η κορυφή της πυραμίδας, η κορυφή του Ταύγετου. Στο βόρειο τμήμα της, διαγράφοντας την κορυφογραμμή σαν μολυβιά, βλέπαμε μια γραμμή από κατάλευκο χιόνι, που έλαμπε στον ήλιο του απομεσήμερου.

Ο Μανώλης εκεί στάθηκε. Κάθισε κάτω από ένα έλατο και μου υποσχέθηκε ότι θα με περιμένει, καθώς εγώ ανέβαινα ψηλότερα.

Δεν ξέρω γιατί ανέβαινα –το μυστήριο της εξερεύνησης, ίσως, που με τυραννά σε παρόμοιες περιπτώσεις από τότε που ήμουν παιδάκι, ή η ανικανότητα να καταλάβω πότε πρέπει να σταματήσω, ή να συνειδητοποιήσω τα όριά μου. Ή, ίσως, να ήθελα να προκαλέσω λίγο ακόμα την τύχη μου, να πατήσω μερικές ακόμα φορές στο σώμα του Ταύγετου, ξέροντας ότι με κάθε μου βήμα αυξανόταν λιγάκι η απειροελάχιστη πιθανότητα να πατήσω ένα λευκασμένο από τον ήλιο ανθρώπινο κόκαλο.

Δεκαπέντε μέτρα ψηλότερα, βρήκα μια τρύπα.

liantinis05

Ήταν ένα άνοιγμα πλάτους δύο μέτρων στην κεκλιμένη επιφάνεια της πέτρινης πλαγιάς. Ο ήλιος που καθρεφτιζόταν στις λευκές πέτρες με εμπόδιζε να δω στο σκοτεινό εσωτερικό της. Κάτι υπήρχε εκεί –κάτι φωτεινό, δεν μπορούσα να το διακρίνω. Έβγαλα μια φωτογραφία με φλας, αλλά μετά δεν μπορούσα να δω τίποτα στην οθόνη, επειδή ακριβώς είχε πολύ ήλιο. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε να δω τι υπάρχει μέσα. Έπρεπε να κατέβω.

Η τρύπα άνοιγε σε μια μικρή σπηλιά, πλάτους δύο μέτρων και μήκους τριών, στην οποία με το ζόρι μπορούσα να σταθώ όρθιος. Τα τοιχώματά της ήταν από πέτρα, και το δάπεδό της από χώμα, πέτρα και βρύα. Υπήρχαν πετραδάκια πεσμένα παντού (το φωτεινό πράγμα που είδα), και μικρά, στενά ανοίγματα στις δυο γωνίες, από τα οποία μόνο ποντίκια θα μπορούσαν να περάσουν. Ο Λιαντίνης δεν ήταν εκεί.

Έβγαλα φωτογραφίες, και βγήκα στο φως. Ο οδηγός με πήρε τηλέφωνο, λέγοντάς μου να προσέχω, γιατί είναι η εποχή που βγαίνουν τα φίδια, και ο Ταύγετος είναι γεμάτος από δαύτα, κατεβαίνοντας προς το καταφύγιο είχε σκοτώσει ένα. Παρ’ όλα αυτά, προχώρησα προς τα πάνω.

Εκεί που τελείωναν οι πέτρες άρχιζε μια απέραντη πλαγιά με χορτάρια και διάσπαρτους λευκούς βράχους, που έμοιαζε με βοσκοτόπι των Άλπεων. Μπροστά μου απλωνόταν ολόκληρη η πλαγιά, πια, που έφτανε μέχρι την πυραμίδα, που ο θρύλος λέει ότι είναι λαξευμένη από τους Αρχαίους Έλληνες, αλλά που από αυτό το σημείο δεν έμοιαζε καθόλου με πυραμίδα, αλλά με μια απλή τριγωνική κορυφή βουνού.

Ανέβηκα λίγο στο βοσκοτόπι, πράγμα πολύ δυσκολότερο από ότι φαινόταν. Ήμουν πολύ ψηλά τώρα, ολομόναχος, πολύ κοντά (μισή ώρα; Μία;) σε ένα ολόλευκο μπάλωμα στη βραχώδη πλαγιά: το χιόνι. Κάθισα για λίγο σε μια πέτρα. Ο μόνος ήχος που υπήρχε εκεί πάνω ήταν το ασταμάτητο ζουζούνισμα των μυγών και των άλλων εντόμων, και το σποραδικό, μυστήριο βουητό από μακρινά, αόρατα αεροπλάνα. Ένιωσα γαλήνια, σαν να βρίσκομαι σε ένα μέρος οικείο και ασφαλές. Στην ανατολή μπορούσα να δω τα Κύθηρα.

Κατάλαβα το πώς ένας άνθρωπος θα μπορούσε να αγαπήσει αυτό το χώρο. Η πολυθρύλητη μυστηριακή του δύναμη ήταν προφανής, και δεν είχε τίποτα το μεταφυσικό: Ήταν η ομορφιά του τοπίου, η γαλήνη, η αίσθηση της ασφάλειας. Κατάλαβα γιατί κάποιος θα ήθελε να σταματήσει να υπάρχει εδώ, κοιτάζοντας την Ελλάδα απλωμένη κάτω απ’ τα πόδια του, αναπνέοντας το αραιό, καθαρό οξυγόνο, μόνος, και αυτάρκης. Ο Δημήτρης Λιαντίνης πήρε τον εαυτό του, ότι ήταν και ότι είχε γίνει, και τον έφερε εδώ, και τον απόθεσε στην αγκαλιά του Ταύγετου, όπου τα βράχια είναι λευκά, όπου οι κορμοί των δέντρων είναι συστρεμμένοι και λείοι, όπου έχει πάντα χιόνι. Πολύ σύντομα θα μας αποκαλύψει και το γιατί.

Στο ρεπορτάζ γι’ αυτό το άρθρο βοήθησε ο Χρήστος Κοσμίδης, ενώ στην έρευνα συνεργάστηκε ο Δημήτρης Μαριώλος.

 

UPDATE: Πράγματι, λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση του άρθρου στο τεύχος Ιουλίου του περιοδικού Esquire, το πτώμα του καθηγητή Λιαντίνη βρέθηκε σε μια σπηλιά κοντά στην κορυφή του Ταϋγετου. Δίπλα του υπήρχε μια πλαστική σακούλα γεμάτη χαρτιά, που είχαν καταστραφεί από το νερό.