Η Ιστορία Μιας Ανθρώπινης Ασπίδας

eliopoulos00

Οι σφαίρες σφύριζαν κάπου ψηλά. Αυτό είναι το χειρότερο: Δεν μπορείς να ξέρεις από πού έρχονται, ούτε που πάνε. Όταν βρίσκεται στο έλεος των ελεύθερων σκοπευτών, δεν ξέρεις τίποτα. Μόνο ακούς τους πυροβολισμούς και το σφύριγμα. Και περιμένεις αυτή που προορίζεται για σένα.

Ο Απόστολος Ηλιόπουλος ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα με τα χέρια στο κεφάλι, μαζί με άλλους 4-5 δυτικούς, δίπλα σε μια κολώνα, κάτω από μια ανισόπεδη διάβαση, στην πρωτεύουσα του Κουβέιτ, και περίμενε. Οι ελεύθεροι σκοπευτές κάπου ψηλά σημάδευαν τη διμοιρία Ιρακινών που τον είχε συλλάβει. Μια δεύτερη ήρθε λίγο αργότερα, με ημιφορτηγά. Ένας Ιρακινός χτυπήθηκε άσχημα -το αίμα έτρεχε ποτάμι (πίδακας, χείμαρρος) από το σώμα του. Δεν έβλεπαν τους σκοπευτές. Οι στρατιώτες της πρώτης διμοιρίας έψαξαν να βρουν ένα αυτοκίνητο, για να βάλουν μέσα τον χτυπημένο. Όταν το βρήκαν ξέσπασε καυγάς, και οι δύο ομάδες ιρακινών άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Μετά από ώρες, μάζεψαν τους αιχμαλώτους, τους έβαλαν σε αυτοκίνητα και τους πήγαν στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης του Κουβέιτ, που είχε μετατραπεί σε κέντρο για ανακρίσεις από τον κατοχικό Ιρακινό στρατό.

Ήταν 4 Αυγούστου του 1990.

Δυο μέρες νωρίτερα, ο Απόστολος Ηλιόπουλος είχε ξυπνήσει από τον ήχο του τηλεφώνου. Πριν καλά καλά ανοίξει τα μάτια του, η σκέψη του πήγε στην οικογένειά του, που έκανε διακοπές στην Ελλάδα. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ένας φίλος.
«Μπήκαν οι Ιρακινοί», του είπε. «Δεν φαίνεται να κινδυνεύουμε προς το παρόν, αλλά μείνε στο σπίτι».
Ήταν 6:30 το πρωί. Αν και μόλις είχε χαράξει, η ζέστη ήταν αποπνικτική. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Ηλιόπουλος ήταν να τηλεφωνήσει σε δύο άλλους αμερικανούς πολίτες. Έτσι είχε συμφωνηθεί. Το δεύτερο, ήταν να τηλεφωνήσει στους Έλληνες και τους Κύπριους φίλους του -περίπου 40 οικογένειες ζούσαν τότε στο Κουβέιτ. Το τρίτο πράγμα ήταν να βγει από το σπίτι, να πάρει το αυτοκίνητο, και να πάει στο αεροδρόμιο.

Η φυγή ήταν η πρώτη σκέψη του, βέβαια. Να βρει μια πτήση και να αποδράσει στη Δύση. Αλλά δεν ήταν ο μόνος λόγος που τον οδήγησε σε έναν από τους πιο προφανείς στόχους της πόλης, την ώρα που οι Ιρακινοί προέλαυναν. Η Arthur Andersen, της οποίας ήταν διευθυντής, είχε κατασκευάσει ένα ολοκαίνουριο Datacenter για την Kuwait Airways στο αεροδρόμιο. Το ίδιο ήταν καλά προστατευμένο, αλλά ο κλιματισμός του ήταν ευάλωτος σε έναν βομβαρδισμό. Ήθελε να δει αν όλα είναι εντάξει.

Στο δρόμο, πέρασε από ένα απ’ τα παλάτια του Εμίρη. Απ’ έξω βρισκόταν μια διμοιρία Ιρακινών στρατιωτών. Ήταν όλοι νεκροί. Στο αεροδρόμιο, βέβαια, δεν λειτουργούσε τίποτα. Σε μια άκρη, κοντά στη στρατιωτική βάση, ένας ηρωικός Κουβεϊτιανός στρατηγός με τους φαντάρους του αντιστεκόταν, εκτοξεύοντας όλμους κατά των γιγάντιων τανκ Τ-85 που περιδιάβαιναν στον αεροδιάδρομο. Ήταν σαν να πετάει αυγά για να ρίξει τον τοίχο. Ο Απόστολος Ηλιόπουλος κατάλαβε ότι το Κουβέιτ ήταν καταδικασμένο.

Επέστρεψε στο σπίτι και έμεινε εκεί, μαζί με το φίλο του Κώστα Γιαννούλη. Τηλεφώνησε μία φορά στην Ελλάδα. Το σήκωσε ο πεθερός του.
«Μπήκαν οι Ιρακινοί, είμαι καλά», του είπε. «Θα προσπαθήσω να ξαναπάρω». Η γραμμή, τότε, κόπηκε.

Βγήκαν ξανά δυο μέρες αργότερα, για να αγοράσουν βενζίνη και τρόφιμα. Τους έπιασαν στο λιμάνι, και τους ανάγκασαν να κατέβουν από το αυτοκίνητο. Εκεί κοντά, σε μια ανισόπεδη διάβαση, κάτω από μια γέφυρα, είχαν μαζέψει άλλους 2-3 δυτικούς, δίπλα σε μια κολώνα. Πριν ακόμα πέσει στο έδαφος, με τα χέρια στο κεφάλι, για να αποφύγει τις σφαίρες των ελεύθερων σκοπευτών, η σκέψη του Απόστολου Ηλιόπουλου πήγε ξανά στην οικογένειά του, στην Ελλάδα. Στις 6 Αυγούστου υποτίθεται ότι θα πήγαινε να τη συναντήσει.

The Quiet American

Ο Απόστολος Ηλιόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουλίου του 1952. Ο παππούς του είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, ο πατέρας του όμως επέλεξε να επιστρέψει μόνιμα στην πατρίδα. Ο Απόστολος έμεινε στην Αθήνα μέχρι την ηλικία των 20 χρονών, όταν το ζοφερό κλίμα της χούντας τον ανάγκασε να ακολουθήσει τα βήματα του παππού, έχοντας κληρονομήσει και ο ίδιος την αμερικανική υπηκοότητα. Η μετέπειτα γυναίκα του, Αγγελική, πήγε και τον βρήκε λίγο αργότερα. Την είχε γνωρίσει στο Γυμνάσιο της Φιλοθέης.

Δεν ήταν ο τυπικός αμερικανός. Δεν ήταν καν ο τυπικός Έλληνας. Περιπετειώδης τύπος, έμεινε μόνο για λίγο στην Αμερική μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ. Παρασυρμένος από το πάθος που μοιραζόταν με τη γυναίκα του για scuba diving, διαφορετικά τοπία, διαφορετικές κουλτούρες, το 1982 αποφάσισε να δουλέψει στη Σαουδική Αραβία. Ήθελε τα παιδιά του να έρθουν σε επαφή με διαφορετικούς πολιτισμούς, να μάθουν ότι ο κόσμος είναι ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος από τις ΗΠΑ. Δουλεύοντας πάντα σε αμερικανικές εταιρίες, πέρασε για δυο χρόνια και από το Μπαχρέιν, και το 1987 κατέληξε στο Κουβέιτ, όπου ανέλαβε τη διεύθυνση του γραφείου της Arthur Young, της μετέπειτα Arthur Andersen.

Η ζωή του ήταν άνετη, η δουλειά καλή, ο ελεύθερος χρόνος άφθονος. Μόνο ένα σύννεφο λέρωνε το γαλανό ουρανό της μικρής χώρας: Στο βορρά, ένας διαβόητος τύραννος δεν βαριόταν να επαναλαμβάνει ότι «Το Κουβέιτ είναι επαρχία του Ιράκ». Όταν οι Ιρακινοί στρατιώτες συνέλαβαν τον Απόστολο Ηλιόπουλο, βρήκαν πάνω του μετρητά, και το αμερικανικό του διαβατήριο. Αυτό ήταν το πρόβλημα. Αν είχε μαζί του το ελληνικό, πιθανότατα θα περνούσε τους επόμενους μήνες στο φιλόξενο περιβάλλον της ελληνικής πρεσβείας του Κουβέιτ, όπως οι άλλοι. Η υπηκοότητα που κληρονόμησε από τον παππού του, στάθηκε μοιραία. Για τους Ιρακινούς, κάθε αμερικανός ήταν θανάσιμος εχθρός.

Στην ανάκριση τον ρώτησαν τι δουλειά κάνει. Γιατί βρίσκεται στο Κουβέιτ. Γιατί ταξιδεύει τόσο πολύ. Ήταν σίγουροι ότι είναι πράκτορας. Τον χτύπησαν. Στις ώρες που πέρασε στο Υπουργείο Αμύνης είδε πολυάριθμους ντόπιους κρατούμενους που έρχονταν για ανάκριση. Τους έπαιρναν κάπου, κοντά. Ακουγε κραυγές. Μετά έβλεπε τους ίδιους να μεταφέρονται αλλού, με συσπάσεις τρόμου στο πρόσωπο, με ρούχα σκισμένα, με πληγές. Μερικοί είχαν χάσει τον έλεγχο των εντέρων τους.

Την επόμενη μεταφέρθηκε μαζί με άλλους κρατούμενους, δυτικούς και μη, στα σύνορα με το Ιράκ. Στη διαδρομή, ένας Ιρακινός στρατιώτης με μια εμφανή στύση κάθισε δίπλα του και άρχισε τον χαϊδεύει στο πρόσωπο. Κάποια στιγμή το φορτηγό σταμάτησε, οι στρατιώτες διέταξαν έναν Κουβεϊτιανό να κατέβει από το φορτηγό, και τον εκτέλεσαν στο δρόμο.

Η πραγματικότητα είχε αρχίσει να χάνει τη συνοχή της. Πράγματα γίνονταν χωρίς εμφανείς αιτίες. Και ήταν μόνο η αρχή.

Στα σύνορα, ο Ηλιόπουλος απαίτησε να μιλήσει με έναν αξιωματικό, για να δεχτεί τη λαβή ενός Καλάσνικοφ στη μύτη ως απάντηση. Αυτός και οι συγκρατούμενοί του τοποθετήθηκαν με την πλάτη σε έναν τοίχο, στη σειρά. Για μια ακόμα φορά, προσπάθησε να προετοιμαστεί για τον επερχόμενο θάνατο. Μετά, οι Ιρακινοί τους έβαλαν όλους σε μικρά φορτηγάκια, κλεμμένα από το Κουβέιτ, και τους οδήγησαν στο εσωτερικό του Ιράκ.

Στις 7 Αυγούστου έφτασαν στο ξενοδοχείο Ρασίντ της Βαγδάτης. Εκεί έμειναν για δέκα μέρες, μόνοι σε έναν όροφο με τους φρουρούς τους. Τους έδειξε η τηλεόραση. Ήταν, λέει, «φιλοξενούμενοι του Ιράκ». Στις 16 Αυγούστου, το απόγευμα, στρατιώτες είπαν στον Ηλιόπουλο και δυο συγκρατούμενους να ετοιμαστούν. «Μαζέψτε τα. Φεύγετε». Ήταν σίγουροι ότι αυτό ήταν: θα τους σκότωναν. Ο ελληνορθόδοξος Απόστολος, ο προτεστάντης Μάρτι και ο μουσουλμάνος Μοχάμεντ, τρεις Aμερικανοί, γονάτισαν τότε στη μέση του δωματίου τους και προσευχήθηκαν μαζί, περιμένοντας την εκτέλεση. Ο Μάρτι ζήτησε από τον Απόστολο να ακούσει την εξομολόγησή του. Αυτός τον άκουσε, και μετά του είπε «Ελπίζω ο Θεός να σε συγχωρέσει».

Το ίδιο βράδυ, τους κατέβασαν από την πίσω πλευρά του ξενοδοχείου, τους έβαλαν σε φορτηγάκια, και τους οδήγησαν σε διάφορα σημεία του Ιράκ. Η αιχμαλωσία του Απόστολου Ηλιόπουλου έμπαινε σε καινούρια φάση: Ο άτυχος Έλληνας ήταν πλέον μια ανθρώπινη ασπίδα.

Φιλοξενούμενος της Δημοκρατίας του Ιράκ

Όλοι τον ήξεραν με το όνομα Μίκυ Μάους. Εξαιτίας του σώβρακου. Ήταν το κόλπο που είχε σκαρώσει.

Μέσα στο πλήθος των δεκάδων ομήρων, που εναλλάσσονταν διαρκώς, που μεταφέρονταν από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, ήθελε να διατηρήσει μια ταυτότητα. Να ξέρουν όλοι ποιος είναι. Για να διατηρήσει μια επίφαση ανθρώπινης επαφής μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες της κράτησής του, και ακόμα επειδή είχε πάντα την ελπίδα ότι κάποιος θα τον δει, θα τον θυμηθεί, και θα μεταφέρει στην οικογένειά του την είδηση ότι είναι ζωντανός. Γι’ αυτό κυκλοφορούσε χωρίς παντελόνι. Επειδή το μόνο χαρακτηριστικό πράγμα που είχε πάνω του ήταν το κόκκινο σωβρακάκι, με το Μίκυ και τη Μίνι. Έτσι, όλοι τον ήξεραν με το όνομα Μίκυ Μάους.

Η ζωή μιας ανθρώπινης ασπίδας είναι νομαδική. Στους 4 μήνες της ομηρίας του, ο Απόστολος Ηλιόπουλος μεταφέρθηκε σε έναν υδροηλεκτρικό σταθμό, σε ένα εργοστάσιο παραγωγής ουρίας, σε εργοστάσιο φωσφορικών αλάτων, σε συγκροτήματα που αποτελούσαν πιθανούς στόχους μιας ενδεχόμενης επίθεσης των συμμαχικών δυνάμεων της Δύσης. Η απόφαση 660 του Συμβουλίου Ασφαλείας είχε ήδη ψηφιστεί, και απειλούσε το Ιράκ με πόλεμο αν δεν εγκατέλειπε άμεσα το Κουβέιτ. Ο Σαντάμ πίστευε ότι αμερικανοί «φιλοξενούμενοι» διάσπαρτοι στην Ιρακινή επικράτεια θα έκαναν τους αδύναμους άπιστους της Δύσης να το σκεφτούν καλύτερα πριν χτυπήσουν. Έτσι ο Απόστολος Ηλιόπουλος περιφερόταν, μόνος ή με άλλους, από εργοστάσιο σε εργοστάσιο. Έτρωγε χαλασμένο ρύζι, μπαγιάτικο ψωμί και αμφίβολης προέλευσης κρέας, όταν υπήρχε. Ανέπνεε τις αναθυμιάσεις του εκάστοτε χημικού εργοστασίου στο οποίο διέμενε. Εμφάνισε αιμορροίδες, ενώ έπαθε και μια μόλυνση που του προκάλεσε αιμορραγία στη βουβωνική χώρα και οδυνηρούς σπασμούς. Τα άγνωστα αντιβιοτικά που του χορηγήθηκαν για την καταπολέμηση της μόλυνσης του προξένησαν ένα τρέμουλο που διήρκεσε δύο εβδομάδες. Φυσικό επακόλουθο της δίαιτάς του ήταν μια δριμύτατη δυσεντερία, που του στέρησε κάθε έλεγχο του απεκκριτικού του συστήματος, και τα τελευταία ψήγματα ανθρώπινης αξιοπρέπειας που του είχαν απομείνει.

Μερικοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις βρίσκοντας κάτι από το οποίο μπορούν να κρατηθούν, μια ανάμνηση, ένα στοιχείο της καθημερινής τους ρουτίνας, έναν άλλο άνθρωπο, κάτι, που τους βοηθά να μην τρελαθούν. Ο Απόστολος Ηλιόπουλος, όσο περνούσαν οι μέρες (εβδομάδες, μήνες) κλεινόταν περισσότερο στον εαυτό του, απωθούσε όλες τις αναμνήσεις, αδιαφορούσε για τα πάντα, αδρανοποιούσε εσκεμμένα το μυαλό και το σώμα του για να μη νιώθει τίποτα. Αυτό ήταν δύσκολο.

Κάποια στιγμή, στην ομάδα των ομήρων βρέθηκε και μια οικογένεια με δυο παιδιά –ένα κορίτσι 5-6 χρονών, και ένα αγοράκι 6 μηνών. Όσο φρικτή κι αν ήταν η παρουσία των παιδιών σε ένα τέτοιο περιβάλλον, λειτούργησε ευεργετικά στην ψυχολογία των κρατουμένων. Ξαφνικά ένιωσαν όλοι υπεύθυνοι για την ασφάλεια και την υγεία των μικρών. Υπήρχε κάποιος ακόμα πιο αδύναμος από τους ίδιους, κάποιος που τους έκανε να αισθάνονται χρήσιμοι. Η παρουσία τους ξύπνησε μια φλέβα ανθρωπισμού και σε έναν Ιρακινό γιατρό, που μεσολάβησε προσωπικά, παίρνοντας άδεια από το στρατιωτικό διοικητή, για να μεταφερθεί η οικογένεια στη Βαγδάτη, λόγω μιας κήλης που είχε εμφανίσει το βρέφος. Όλοι οι όμηροι μάζεψαν τα αυγά που τους είχαν μοιράσει στο φαγητό και τα έδωσαν στην οικογένεια, για να πάρει δυνάμεις για το μεγάλο ταξίδι. Μερικές ώρες αργότερα, γονείς και παιδιά επέστρεψαν άπραγοι. Τους είχαν διώξει από τη Βαγδάτη.

Οι όμηροι ήταν πλήρως αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο μέχρι το Νοέμβρη, όταν κάποιοι φύλακες τους επέτρεψαν να ακούσουν BBC στο ραδιόφωνο, επειδή ήθελαν και οι ίδιοι να μάθουν τι γίνεται και χρειάζονταν κάποιον να τους μεταφράζει. Ένα πρωί, στα τέλη του ίδιου μήνα, οι όμηροι ξύπνησαν για να βρουν φρέσκα κρεμμύδια και ελιές στο πρωινό τους. Ήταν μια ανεπανάληπτη πολυτέλεια, που συνεχίστηκε για τρεις μέρες. Έφαγαν ρύζι, φρέσκα αυγά. Ήταν πανευτυχείς. Ο Απόστολος Ηλιόπουλος μάντευε ότι πρόκειται να τους επισκεφθεί ο Ερυθρός Σταυρός, ή κάτι τέτοιο. Αντί γι’ αυτό, ήρθε ένας Ιρακινός χριστιανός ιερέας, φέρνοντας μαζί του καλά νέα:
«Θα σας επιτρέψουν να τηλεφωνήσετε στις οικογένειές σας», τους είπε.
Το αντάλλαγμα; Ένα σόου για τα ΜΜΕ.
«Έχουν έρθει οι κάμερες της Ιρακινής τηλεόρασης», είπε ο ιερέας, «για να βιντεοσκοπήσουν τις χριστουγεννιάτικες ευχές σας για τις οικογένειές σας». Οι φρουροί οδήγησαν τους ομήρους σε ένα δωμάτιο που είχε στη μέση ένα τραπέζι του μπιλιάρδου. Πήραν τις στέκες και τις έσπρωχναν στα χέρια των απρόθυμων δυτικών. Έπρεπε να φαίνονται ευτυχισμένοι για την κάμερα, να διασκεδάζουν όλοι μαζί παίζοντας μπιλιάρδο, ανέμελοι, σαν σε διαφήμιση για ουίσκι. Κάποιοι Άγγλοι, όντως, προσπάθησαν να προσποιηθούν ότι παίζουν. Ο Ηλιόπουλος αρνήθηκε, αλλά όταν ήρθε η σειρά του, ένας Ιρακινός ακούμπησε στο χέρι του μια στέκα, με το ζόρι.

Γνωρίζοντας ότι αυτό θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα πρόσεχε η οικογένειά του, καθώς δεν είχε παίξει ποτέ του μπιλιάρδο, είπε «Είμαι ο Απόστολος Ηλιόπουλος από τη Βιρτζίνια, και εύχομαι χρόνια πολλά στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου». Μέχρι σήμερα, δεν μπορεί να πει με σιγουριά για ποιόν ακριβώς λόγο πρόσθεσε και την επόμενη πρόταση. Οι Ιρακινοί πάντως δεν έπιασαν το υπονοούμενο, έτσι το χειμώνα του 1990 τα δυτικά κανάλια έδειξαν τον Απόστολο Ηλιόπουλο, με μια στέκα μπιλιάρδου στο χέρι, να κοιτάζει την κάμερα και να λεει: «Εύχομαι όλοι να πάρουν αυτό που τους αξίζει ετούτα τα Χριστούγεννα».

Μίλησε στο τηλέφωνο με την οικογένειά του, που βρισκόταν ακόμα στην Αθήνα. Τότε ακόμα δεν ήξερε, ότι μετρούσε τις τελευταίες του μέρες ως όμηρος. Στις 7 Δεκεμβρίου θα βρισκόταν στην αγκαλιά της γυναίκας του. Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Μίκυ Μάους θα γυρνούσε σπίτι.

Το χρέος του Σαντάμ Χουσεΐν

eliopoulos02Δοκίμασε να επιστρέψει. Το Μάρτη του 1991, μετά την Καταιγίδα της Ερήμου, όταν η χώρα απελευθερώθηκε, ο Απόστολος Ηλιόπουλος γύρισε στο Κουβέιτ με την ειλικρινή πρόθεση να δοκιμάσει να ξαναχτίσει τη ζωή που είχε πριν. Τίποτα δεν ήταν ίδιο πια, ωστόσο. Όταν είδε το σπίτι του κατεστραμμένο, το κτίριο της εταιρίας του χτυπημένο, κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να δουλέψει ποτέ ξανά εκεί. «Μετατραυματική Διαταραχή Άγχους» είναι ο επιστημονικός όρος για την πάθησή του –μελαγχολία, αϋπνίες, εφιάλτες, αδράνεια, τα συμπτώματά της.

Η αποστροφή για την περιοχή όπου είχε την εμπειρία που του την προξένησε, ήταν άλλο ένα φυσιολογικό σύμπτωμα. Ο Ηλιόπουλος ζήτησε να μετατεθεί κάπου αλλού, αλλά η Arthur Andersen, που πολλά χρόνια αργότερα θα διαλυόταν μετά την αποκάλυψη του σκοτεινού ρόλου της στο σκάνδαλο της Enron, αρνήθηκε να τον εξυπηρετήσει και τον απέλυσε. Η καριέρα του κατέρρευσε.

Πέντε χρόνια αργότερα, το Κογκρέσο ψήφισε ένα νόμο σύμφωνα με τον οποίο θύματα της τρομοκρατίας δικαιούνται αποζημίωσης από τα «παγωμένα» κεφάλαια των κυβερνήσεων που οι ΗΠΑ θεωρούν «τρομοκρατικές». Ο Ηλιόπουλος ταίριαζε γάντι στην περιγραφή του νόμου, έτσι συμμετείχε ως ενάγων στην υπόθεση «Χιλ και Φρέιζερ εναντίον της Δημοκρατίας του Ιράκ και του Σαντάμ Χουσεΐν», που κατατέθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του ’99, αναζητώντας αποζημίωση για τις συνέπειες της τετράμηνης ομηρίας του στο Ιράκ.

Τα λεφτά θα προέρχονταν από τα κονδύλια που ανήκαν στην κυβέρνηση του Σαντάμ και βρίσκονταν «παγωμένα» στην J.P. Morgan Chase και την Bank of New York από το Σεπτέμβρη του 1990, όταν οι ΗΠΑ ανακήρυξαν το Ιράκ «χώρα που υποθάλπει την τρομοκρατία». Η υπόθεση έμοιαζε απλή. Αλλά δεν ήταν.

Το πρόβλημα είναι ότι δύο σημαντικά μέλη της υπόθεσης αντιτάσσονται μέχρι και σήμερα στην καταβολή αυτών των χρημάτων: Οι τράπεζες, και η κυβέρνηση των ΗΠΑ. Αυτό μοιάζει παράδοξο. Τα χρήματα βρίσκονται μεν στα ταμεία των τραπεζών, αλλά δεν μπορούν να κινηθούν. Δεν ανήκουν στις τράπεζες. Οπότε θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι αυτές δεν θα είχαν αντίρρηση να δοθούν σε δικαιούχους που ορίζει ο νόμος. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Γιατί μπορεί τα συγκεκριμένα κεφάλαια να είναι παγωμένα, δεν παύουν όμως να εμφανίζονται στους ισολογισμούς των τραπεζών. Αυτές, άλλωστε, δεν θέλουν να επιτρέψουν έτσι εύκολα την μοιρασιά των συγκεκριμένων κεφαλαίων, για να μην τρομάξουν άλλα ημι-παράνομα καθεστώτα που θα θελήσουν να καταθέσουν τα αποθέματά τους στο μέλλον. Δεν θέλουν να δείξουν ότι δεν πάλεψαν για να κρατήσουν αυτά τα λεφτά. Το ότι προήλθαν από ένα διεφθαρμένο καθεστώς που βασάνιζε τους πένητες πολίτες του, βέβαια, δεν έχει καμιά σημασία στη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα.

Εξίσου αμφιλεγόμενη είναι και η πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης ή, καλύτερα, όλων των αμερικανών κυβερνήσεων. Τόσο επί Κλίντον όσο και επί Μπους, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει διεξάγει λυσσαλέο αγώνα για να μείνουν αυτά τα κεφάλαια «παγωμένα». Είναι αναγκαία, λένε, για τη χάραξη της εθνικής εξωτερικής πολιτικής. Δημοφιλές παράδειγμα είναι τα 150 εκατομμύρια δολάρια που «πάγωσαν» όταν οι Ταλιμπάν είχαν την εξουσία στο Αφγανιστάν, και χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη της χώρας όταν αυτοί απομακρύνθηκαν. Προφανώς οι ΗΠΑ υπολογίζουν αυτά τα λεφτά για την ανοικοδόμηση του Ιράκ στη μετά-Σαντάμ εποχή. Βέβαια, αυτό μοιάζει οξύμωρο. Γίνεται τόση φασαρία για τα 100 εκατομμύρια δολάρια που βρίσκονται στην J.P. Morgan Chase, τη στιγμή που ο πόλεμος για να φτάσουμε στη μετά-Σαντάμ εποχή υπολογίζεται ότι θα κοστίσει 100 δισεκατομμύρια. Αλλά κανείς ποτέ δεν υποστήριξε ότι η διεθνής πολιτική καθορίζεται από τη λογική.

Όπως και να ‘χει το πράγμα, η μήνυση προχώρησε, και τον Δεκέμβρη του 2001 ο διάσημος δικαστής Τόμας Πένφιλντ Τζάκσον, αυτός που καταδίκασε την Microsoft για τις μονοπωλιακές της πρακτικές, εφάρμοσε το νόμο, και επιδίκασε χρηματικές αποζημιώσεις σε 178 θύματα-ενάγοντες. Στον Απόστολο Ηλιόπουλο επιδίκασε το ποσό των 1.160.000 δολαρίων. Αυτά τα λεφτά δεν τα έχει πάρει ακόμα, καθώς το Υπουργείο Οικονομικών και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξακολουθούν να μπλοκάρουν την απελευθέρωση των «παγωμένων» κεφαλαίων. Το δικηγορικό γραφείο Sprenger & Lang, που εκπροσωπεί τους πρώην ομήρους που επωφελούνται από την υπόθεση Χιλ, έχει ξεκινήσει νέα δικαστική διαδικασία για να σταματήσουν αυτό το μπλοκάρισμα.

Παράλληλα, υποτίθεται ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να εμφανιστεί στο δικαστήριο εκπρόσωπος της κυβέρνησης του Ιράκ και να αμφισβητήσει την απόφαση, παρατείνοντας ακόμα περισσότερο τη διαδικασία. Το τελευταίο ενδεχόμενο, δεδομένης της κατάστασης στον πλανήτη αυτή τη στιγμή, θεωρείται ιδιαίτερα απίθανο.

Μέχρι να ξεκαθαρίσει η υπόθεση, ο Απόστολος Ηλιόπουλος και οι άλλοι 177 πρώην αιχμάλωτοι θα εξακολουθήσουν να ζητούν τα λεφτά που τους χρωστάει ο Σαντάμ, τα οποία ο Μπους δεν τους επιτρέπει να πάρουν, αν και βρίσκονται σε αμερικανικές τράπεζες. Γιατί ακόμα και σε εποχές ειρήνης, η πραγματικότητα μοιάζει να χάνει τη συνοχή της μερικές φορές.

Η Μεγάλη Απόδραση

Στις 7 Δεκεμβρίου του 1990, όταν ήρθε να τον πάρει η Αγγελική, η γυναίκα του, ήταν νωθρός, σχεδόν αδιάφορος. Είχε πάψει να νιώθει για τόσο πολύ καιρό, που είχε ξεχάσει πώς γίνεται. Δώδεκα χρόνια μετά, έχει αποβάλει κάθε σημάδι απομόνωσης, μπορεί να συζητά με άνεση για την εμπειρία του, να ταξιδεύει συχνά, να απολαμβάνει τη ζωή. Αλλά ήταν μια σταδιακή διαδικασία.

Πίσω στο 1990, καθώς έβλεπε τη γυναίκα του να τον πλησιάζει για πρώτη φορά μετά από 4 μήνες, δεν μπορούσε ούτε να χαμογελάσει. Στην αρχή δεν ήθελε να την αφήσει να έρθει.
«Ο καιρός της ομηρίας μου», λεει σήμερα, «ήταν η μόνη περίοδος της ζωής μου που ήμουν πραγματικά ελεύθερος. Είναι δύσκολο για εμάς, με τη χριστιανική κουλτούρα, να το καταλάβουμε. Έχασα τα πάντα. Δεν είχα οικογένεια, δεν είχα κανένα, μόνο τον εαυτό μου, και μπορούσα να κάνω ότι ήθελα. Θα μπορούσα να δοκιμάσω να ξεφύγω, πράγμα που σήμαινε σίγουρο θάνατο. Θα μπορούσα να βγω στην τηλεόραση και να υμνήσω τον Σαντάμ, όπως έκαναν κάποιοι. Αν έμπαινε σ’ αυτή την ιστορία και η γυναίκα μου, αν ερχόταν και την έπιαναν, αυτό θα το έχανα. Και δεν θα άντεχα».

Η γυναίκα του όμως δεν πήγε στη Βαγδάτη για να γίνει αιχμάλωτη –πήγε για να πολεμήσει. Είχε μαζί της ένα καινούριο ελληνικό διαβατήριο του Απόστολου, που είχε βγει από το Υπουργείο Εξωτερικών ερήμην του, μετά από παρέμβαση του Υπ. Εξ. Αντώνη Σαμαρά. Είχε μαζί της ένα προσωπικό γράμμα του Αντρέα Παπανδρέου που απευθυνόταν στον ίδιο τον Σαντάμ Χουσεΐν. Είχε μαζί της κι άλλες γυναίκες κρατουμένων. Είχε μαζί της και τη μητέρα των δύο παιδιών που κρατήθηκαν όμηροι μαζί με τον Απόστολο. Την είχαν αφήσει να φύγει, και είχε επιστρέψει για να πάρει και τον άντρα της. Τελικά δεν χρειάστηκαν όλα αυτά.

eliopoulos03Με την διεθνή πίεση να έχει κλιμακωθεί, οι Ιρακινοί αποφάσισαν ότι οι όμηροι τους δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνουν, και αποφάσισαν να τους ελευθερώσουν. Η Αγγελική μετέφερε όλα τα διαβατήρια των ομήρων στο Υπουργείο Εξωτερικών για να πάρουν τις βίζες τους. Τέσσερις μέρες μετά την άφιξή της στη Βαγδάτη, πήρε τον άντρα της από το χέρι και μαζί επιβιβάστηκαν στο Ιρακινό αεροπλάνο που θα τους μετέφερε στη Γερμανία. Ο Απόστολος Ηλιόπουλος, όμως, δεν ήταν ακόμα ελεύθερος. Η γυναίκα του τον αγκάλιαζε, του έλεγε «πάμε σπίτι», καθώς οι ιρακινές αεροσυνοδοί προσπαθούσαν να φροντίσουν τους περίπου 300 πρώην ομήρους.
«Αγγελική», της έλεγε, «συγνώμη που στο λέω αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι έχουμε ξεφύγει».
Είχε συνηθίσει να φοβάται ότι την επόμενη στιγμή, κάθε στιγμή, κάτι ξαφνικό θα γίνει και θα τον σκοτώσουν, και δεν μπορούσε να σταματήσει. Όταν το αεροπλάνο ξεκίνησε την κάθοδό του προς το αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης, η Αγγελική του έπιασε το χέρι. Όταν ο πιλότος έστριψε απότομα εγκαταλείποντας της απόπειρα προσγείωσης, του το έσφιξε. «Αυτό ήταν», σκέφτηκαν.
Αλλά ο πιλότος έκανε ένα γύρο και προσγειώθηκε κανονικά.

Στη Φρανκφούρτη η ώρα ήταν περίπου 2 τη νύχτα. Στην αίθουσα ελέγχου των διαβατηρίων υπήρχαν μόνο οι επιβάτες-όμηροι, που στέκονταν στην ουρά, περιμένοντας να έρθει η σειρά τους. Ο Απόστολος Ηλιόπουλος στάθηκε πίσω από την κίτρινη γραμμή, χωρίς να νιώθει τίποτα. Η κοπέλα στο γκισέ χρειάστηκε να του κάνει νόημα πολλές φορές για να την προσέξει. Της έδωσε το διαβατήριο. Δεν ένιωθε πολύ καλά.
«Έρχομαι από το Ιράκ», της είπε ζαλισμένος.
«Το ξέρω», είπε αυτή, και του χαμογέλασε. Του επέστρεψε το διαβατήριο. «Καλώς ήρθατε στη Γερμανία».
Ο Απόστολος Ηλιόπουλος προχώρησε πέρα από την κίτρινη γραμμή, κοίταξε τη γυναίκα του, και είπε: «Τώρα είμαι ελεύθερος».

eliopoulos