Το Μυστικό του Τζορτζ Ιωαννίδη

joannides01

Η ταμπέλα έξω από το κτίριο έγραφε: «Zenith International Technologies». Ο ήλιος έπεφτε πάνω της, δυνατός και ζεστός, παρ’ όλο που ήταν χειμώνας. Στο Μαϊάμι ο ήλιος λάμπει όλο το χρόνο.

Η γραμματέας κοιτούσε το κενό, και άκουγε το ραδιόφωνο αποσβολωμένη. Είχε διαρκώς ειδήσεις. Ήταν 22 Νοεμβρίου του 1963. Το ραδιόφωνο έλεγε ότι είχαν πιάσει το δολοφόνο σε έναν κινηματογράφο.

Το τηλέφωνο χτύπησε. Ο άνδρας στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής έμοιαζε βιαστικός.

«Θα ήθελα να μιλήσω στον Χάουαρντ», είπε.

«Μισό λεπτό κύριε», είπε η λυπημένη γραμματέας, και πέρασε τη γραμμή. Εκείνη τη μέρα, όλοι οι Αμερικανοί ήταν λυπημένοι.

Και ο «Χάουαρντ» ήταν λυπημένος, και άκουγε τις ειδήσεις προσπαθώντας να μάθει περισσότερες πληροφορίες. Αυτή ήταν η δουλειά του: Να συλλέγει πληροφορίες, να τις επεξεργάζεται, να τις αναλύει. Δεν ήταν η επίσημη δουλειά του –όταν κάποιος τον ρωτούσε, έλεγε «είμαι δικηγόρος». Αλλά κι αυτό το κτίριο μια βιτρίνα ήταν. Δεν στέγαζε καμία εταιρία. Και το «Χάουαρντ» δεν ήταν το αληθινό του όνομα.

«Εμπρός», είπε ο «Χάουαρντ».

«Τον ξέρουμε!», είπε ο άνδρας στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Ο «Χάουαρντ» γνώρισε αμέσως τη φωνή του Λουίς Φερνάντες Ρόκα. Είχαν μιλήσει πολλές φορές στο παρελθόν. Ήταν κάτι σαν συνεργάτες.

«Ξέρουμε τον Όσβαλντ!», είπε ο Ρόκα, πολύ ενθουσιασμένος. Είχε πολλή όρεξη να μιλήσει.

Ο «Χάουαρντ» βούλιαξε καλύτερα στην πολυθρόνα του. Ο Ρόκα είχε πληροφορίες. Αυτό ήταν καλό.

Ο νεαρός κουβανός μίλησε για αρκετή ώρα. Όταν είπε αυτά που είχε να πει, ο «Χάουαρντ» του έκανε μερικές ερωτήσεις, και μετά του είπε: «Μην κάνεις τίποτα. Μην μιλήσεις με κανένα. Μείνε εκεί που είσαι και περίμενε. Θα σε πάρω τηλέφωνο σε μία ώρα», και μετά το έκλεισε.

Σχημάτισε ένα νέο αριθμό στη συσκευή, έναν αριθμό που δεν υπήρχε στον τηλεφωνικό κατάλογο και ξεκινούσε από 202.
«Ιωαννίδης εδώ», είπε σ’ αυτόν που το σήκωσε. «Έχουμε ένα θέμα στο Μαϊάμι».

Ο Έλληνας Πράκτορας

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Τζορτζ Ιωαννίδης ήταν το μοντέλο του επιτυχημένου μετανάστη. Προσέφερε στην Ελλάδα (σύμφωνα με όσα πίστευε, τουλάχιστον), πλούτισε και ευτύχησε στη θετή του πατρίδα. Θα μπορούσε να είναι κι αυτός ένα από τα πολλά success stories του απόδημου ελληνισμού, έμελλε όμως να μπλεχτεί στα γρανάζια της μεγαλύτερης μυστικής υπηρεσίας του κόσμου –και το μεγαλύτερο θύμα ήταν η υστεροφημία του.

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουλίου του 1922. Οι γονείς του μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη όταν ήταν ακόμα μωρό, και δούλεψαν εκεί σε ελληνικές εφημερίδες της ομογένειας. Ο μικρός Τζορτζ ανατράφηκε ως Έλληνας, και χάρη στους εργατικούς του γονείς απέκτησε μια πρώτης τάξεως εκπαίδευση στο City College και στο St. John’s University. Μια καριέρα στη δικηγορία ήταν ότι ονειρευόταν ένας νεαρός μετανάστης στο Μεγάλο Μήλο εκείνη την εποχή, αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια για τον Ιωαννίδη. Το σημείο καμπής ήταν η γνωριμία του με τον Τζορτζ Κάλαρη, τον αρραβωνιαστικό της Ισμήνης Μικρούτσικου, που ήταν αδερφή της κοπέλας του Ιωαννίδη, Βιολέτας. Οι δυο Γιώργηδες παντρεύτηκαν τις αδερφές Μικρούτσικου και, μαζί, αποφάσισαν να ακολουθήσουν ένα πολύ διαφορετικό μέλλον. Εγκατέλειψαν τις ΗΠΑ, και επέστρεψαν στη μητέρα πατρίδα, για να τη βοηθήσουν να σταθεί στα νέα, καπιταλιστικά, αντι-κομμουνιστικά της πόδια.

Εκείνη την εποχή στην CIA υπήρχε μια φράξια που ονομαζόταν «The Greek Mafia». Αποτελείτο από υπερ-πατριώτες Έλληνες και Ελληνοαμερικανούς, που είχαν σπεύσει στους κόλπους της αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας για να βοηθήσουν να σωθεί η πατρίδα τους από τον κομμουνισμό. Νονός της «μαφίας» ήταν ο διαβόητος Τομ Καραμεσίνης, ένας πρώην μπάτσος της Νέας Υόρκης που είχε έρθει στην Ελλάδα μετά από πρόσκληση του Παλατιού κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Έγινε ο πρώτος σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα, και ο μέντορας για τον Ιωαννίδη, τον Κάλαρη και πολλούς άλλους ελληνοαμερικανούς πράκτορες. Το 1962, ο Καραμεσίνης επέστρεψε στις ΗΠΑ και έγινε βοηθός του Υποδιευθυντή της CIA Ντικ Χελμς. Η νέα του θέση είχε πολλές ευθύνες και πολλές δυσκολίες. Ευτυχώς, έφερε μαζί του από την Ελλάδα τους καλύτερους μαθητές του.

Ο Τζορτζ Ιωαννίδης μετακόμισε στο Μαϊάμι το 1963. Η επίσημη θέση του ήταν «Αρχηγός του τμήματος Ψυχολογικού Πολέμου» της πόλης. Είχε 24 υπαλλήλους, έναν προϋπολογισμό 2,4 εκατομμυρίων δολαρίων, και αποστολή να ελέγξει τη δραστηριότητα των Κουβανικών οργανώσεων του Μαϊάμι, που δραστηριοποιούνταν κατά της κυβέρνησης του Κάστρο. Υπήρχαν πολλές τέτοιες οργανώσεις –η πιο δραστήρια, και από πολλές απόψεις η πιο επικίνδυνη, ήταν το DRE (Directorio Revolucionario Estudantil), ένα μαχητικό φοιτητικό γκρουπούσκουλο που είχε ως ανεπίσημο στόχο την οργάνωση της δολοφονίας του Φιντέλ Κάστρο.

Αυτοί οι νεαροί δεν αστειεύονταν: Είχαν ήδη δοκιμάσει να δολοφονήσουν τον Κουβανό επαναστάτη-δικτάτορα στις 25 Αυγούστου το 1962, όταν οι ηγέτες τους, Μανουέλ Σαλβάτ και Χοσέ Μπασούλτο έφτασαν με ένα πλοιάριο στα ανοιχτά του Μιραμάρ και πυροβόλησαν με ένα κανόνι προς το ξενοδοχείο όπου θα έφτανε ο κομαντάντε λίγο αργότερα. Η απόπειρά τους απέτυχε, αλλά το DRE εξασφάλισε αρκετή δημοσιότητα και τη φήμη της «ανεξέλεγκτης», «θερμόαιμης» οργάνωσης που πρέπει να συγκρατηθεί. Έτσι, στις αρχές του 1963, ο Τζορτζ Ιωαννίδης ανέλαβε δράση.

«Ήταν ένας πολύ εντυπωσιακός άνδρας», λέει σήμερα ο Λουίς Φερνάντες Ρόκα. «Ήταν μορφωμένος και είχε πολλή δύναμη».

Το 1963, στα 41 του, ο Τζορτζ Ιωαννίδης ήταν ένας έμπειρος και καλλιεργημένος πράκτορας, ήρεμος, ήπιος, και χαμηλών τόνων, κάτι σπάνιο εκείνη την εποχή, στην καρδιά του ψυχρού πολέμου. Μέχρι τα μέσα του 1963 είχε καταφέρει να πείσει τα μέλη του DRE, που τότε έφταναν τα 2000, να επικεντρώσουν τη δράση τους στο μέτωπο της προπαγάνδας, και να αφήσουν την ένοπλη μάχη στην άκρη. Τους έδινε και 25.000 δολάρια το μήνα για να τα διαθέσουν για την προβολή του σκοπού τους, κατευθείαν από τα ταμεία της CIA. Πίστευε ότι είχε την κατάσταση υπό έλεγχο. Έκανε λάθος.

Στις 5 Αυγούστου του ’63, ένας λιγνός, καστανόξανθος, λιγομίλητος τύπος πλησίασε τα μέλη του DRE στη Νέα Ορλεάνη και τους ζήτησε να τον δεχτούν στην οργάνωση. Μετά από μια σύντομη συνομιλία, ο τοπικός διευθυντής Κάρλος Μπρεγκέρ τον έδιωξε, καθώς δεν ήταν πεπεισμένος για την ειλικρίνεια των προθέσεων του. Ο μυστήριος αυτός τύπος ονομαζόταν Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ.

Λίγες μέρες αργότερα, ο Μπρεγκέρ περπατούσε στο δρόμο όταν πρόσεξε κάτι περίεργο: Σε μια γωνία κάποιοι νεαροί μοίραζαν φυλλάδια. Ένας από αυτούς ήταν ο Όσβαλντ και τα φυλλάδια που μοίραζε είχαν τυπωθεί από την Επιτροπή Fair Play For Cuba, μια φιλο-Καστρική οργάνωση. Ο Μπρεγκέρ έγινε έξαλλος, και μαζί με άλλα μέλη προκάλεσαν καβγά, κατά τον οποίο φιλοκαστρικοί και αντικαστρικοί αντάλλαξαν περισσότερα από βαριά λόγια.

Το θέμα είχε και συνέχεια: Ο Μπρεγκέρ κάλεσε τον Όσβαλντ σε επίσημο debate στο ραδιόφωνο της πόλης, όπου ανάγκασε τον πρώην πεζοναύτη να ομολογήσει ότι είχε ζήσει στη Σοβιετική Ένωση και ότι ήταν μαρξιστής. Αυτό ήταν: Το DRE είχε έναν νέο εχθρό. Την ίδια ώρα, όμως, κινδύνευε να χάσει τον σημαντικότερό του φίλο.

Τον Οκτώβριο του ’63, ένα μήνα πριν τη δολοφονία του Κένεντι, ο Μανουέλ Σαλβάτ παραβίασε τα περιοριστικά μέτρα που του είχαν επιβληθεί μετά την απόπειρα κατά του Κάστρο, και ταξίδεψε στο Ντάλας με σκοπό να αγοράσει όπλα για το DRE. Όταν επέστρεψε, έγραψε μια εκτενέστατη μελέτη 40 σελίδων με την οποία πρότεινε μια πλήρη στρατιωτική επίθεση στην Κούβα, την οποία σχεδίαζε για τα τέλη του Νοέμβρη. Κάπου εκεί, η CIA φαίνεται ότι άρχισε να καταλαβαίνει ότι το πράγμα δεν πάει άλλο και ότι αυτή η οργάνωση, με τα φιλοπόλεμα, νεαρά και απερίσκεπτα μέλη, μόνο μπελάδες μπορεί να προκαλέσει. Στις 19 Νοεμβρίου ο Τζορτζ Ιωαννίδης μετέφερε στον Λουίς Φερνάντο Ρόκα την απόφαση του Ντικ Χελμς για παύση της χρηματοδότησης του DRE. Τρεις μέρες αργότερα, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δολοφονήθηκε στο Ντάλας, και ο Λουίς Φερνάντο Ρόκα φώναζε ενθουσιασμένος στο τηλέφωνο: «Τον ξέρουμε!»

Ο ίδιος ο Όσβαλντ δεν πρόλαβε να απαντήσει στις κατηγορίες που τον βάρυναν. Το πρωινό της 24ης Νοεμβρίου του 1963, ο Τζακ Ρούμπι, ένας ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου στο Ντάλας, με διασυνδέσεις στο οργανωμένο έγκλημα, ο καλύτερος φίλος του οποίου ήταν ένας ιδιοκτήτης καζίνο στην Αβάνα που είχε χάσει την επιχείρησή του μετά την άνοδο του Κάστρο στην εξουσία, σκότωσε τον Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ καθώς μεταφερόταν σε ένα άλλο, ασφαλέστερο κελί.

Την ίδια ώρα, η αμερικανική κοινή γνώμη είχε μάθει από το DRE όλες τις λεπτομέρειες του φιλοκαστρικού, κομμουνιστικού παρελθόντος του Όσβαλντ. Ο Φιντέλ Κάστρο άρχισε να συγκεντρώνει τις στρατιωτικές του δυνάμεις στο βόρειο μέρος του νησιού, πιστεύοντας ότι οι ΗΠΑ τον θεωρούσαν ηθικό αυτουργό για την δολοφονία του προέδρου τους. Την ίδια ώρα, η CIA είχε λάβει σαφή εντολή να κρατήσει πάση θυσία όλες τις επιλογές του νέου προέδρου ανοιχτές. Στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ο Κουβανικός (ή και Σοβιετικός) δάκτυλος στην δολοφονία του Κένεντι, ο Τζόνσον ήξερε ότι η λαϊκή απαίτηση θα ήταν μία: Πόλεμος. Έτσι έδρασε αστραπιαία και ανέθεσε την διερεύνηση της υπόθεσης σε μια ανεξάρτητη Επιτροπή, και όχι στο Κογκρέσο, όπου το αποτέλεσμα θα ήταν πέρα από τον έλεγχό του. Παράλληλα, η CIA άρχισε να εξαφανίζει οποιαδήποτε σύνδεση του Όσβαλντ και της δολοφονίας του Κένεντι με το DRE και το Μαϊάμι.

Η κατάθεση μελών της οργάνωσης στην επιτροπή στην αρχή αναβλήθηκε επειδή τα μέλη «δεν ήταν διαθέσιμα», και αργότερα αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Το ενδιαφέρον της Ουάσινγκτον, και στη συνέχεια και του κοινού για την εμπλοκή των Κουβανών στη δολοφονία μειώθηκε κατακόρυφα, και τελικά η Επιτροπή Γουόρεν ανακοίνωσε ότι ο Όσβαλντ είχε δράσει ολομόναχος.

Καθώς γίνονταν όλα αυτά, ο Ιωαννίδης φρόντισε χρήματα της CIA να φτάσουν στον Μανουέλ Σαλβάτ και τον Λουίς Φερνάντες Ρόκα για να μπορέσουν να φύγουν από τη χώρα. Λίγο πριν δραπετεύσει στη Νότια Αμερική (από τι, άραγε;), ο Φερνάντες Ρόκα συνάντησε για τελευταία φορά τον Ιωαννίδη για έναν καφέ.

«Παράτα την πολιτική», του είπε ο έλληνας κατάσκοπος. «Δεν κάνεις γι’ αυτή τη δουλειά».

Έτσι κι έγινε. Ο Λουίς Φερνάντες Ρόκα επέστρεψε στην Ιατρική σχολή, και πολύ σύντομα και οι υπόλοιποι ακολούθησαν το παράδειγμά του. Το 1966, το DRE έπαψε να υπάρχει.

Ένα Βουνό Ψέματα

Στο τεύχος της 18ης Δεκεμβρίου του 2003 της έγκυρης επιθεώρησης New York Review of Books δημοσιεύτηκε μια αρκετά θυμωμένη ανοιχτή επιστολή. Ήταν ένα κείμενο 500 λέξεων το οποίο υπέγραφαν δεκατρείς άνθρωποι, ανάμεσά τους και πολύ γνωστά ονόματα, όπως οι συγγραφείς Νόρμαν Μέιλερ και Ντον ΝτεΛίλο, γνωστοί αμερικανοί δημοσιογράφοι και ιστορικοί, αλλά και ένας Έλληνας, ο Ηλίας Δημητρακόπουλος, δημοσιογράφος στην Ουάσινγκτον που είχε αναπτύξει πλούσια αντιδικτατορική δράση κατά την επταετία. Το κείμενο είχε ένα θέμα: Τον Τζορτζ Ιωαννίδη. Οι δεκατρείς άνθρωποι της δημοσιογραφίας και των γραμμάτων ζητούσαν –λάθος, απαιτούσαν- από την CIA να αποχαρακτηρίσει όλα τα έγγραφα που ήταν σχετικά με τη δράση του Ιωαννίδη το 1963. Όλοι τους πιστεύουν ότι η δράση του Έλληνα πράκτορα, όπως περιγράφηκε παραπάνω, κρύβει το κλειδί για το μυστήριο της δολοφονίας του Κένεντι. Πιστεύουν ότι υπάρχει κάποιο στοιχείο, κάποιο μυστικό, που δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό, και συνδέει την παραπάνω ιστορία με την ίδια τη δολοφονία.

Το κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων που συνυπογράφουν το κείμενο είναι ότι έχουν ασχοληθεί στο παρελθόν με τη δολοφονία του Κένεντι, ο καθένας από το πόστο του. Το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι ο καθένας έχει και τη δική του γνώμη για το τι συνέβη τότε. Ο δημοσιογράφος Άντονι Σάμερς, για παράδειγμα, έχει γράψει βιβλίο που υποστηρίζει τη θεωρία της συνομωσίας. Ένας άλλος δημοσιογράφος, ο Τζέραλντ Πόσνερ, αντίθετα, έχει γράψει ένα βιβλίο που επιβεβαιώνει τα ευρήματα της Επιτροπής Γουόρεν. Όλοι, ωστόσο, επιθυμούν διακαώς να μάθουν το μυστικό του Τζορτζ Ιωαννίδη. Και όλοι είναι πολύ, πολύ θυμωμένοι.

Γιατί είναι θυμωμένοι;

«Δεν μας παραξένεψε τόσο η δράση του Ιωαννίδη το ’63», μου εξήγησε ο έγκριτος δημοσιογράφος της Washington Post Τζέφερσον Μόρλεϊ, που ηγείται της συγκεκριμένης προσπάθειας. «Αυτό που ενόχλησε πολύ κόσμο, είναι η αποκάλυψη της δράσης του πολύ αργότερα, σε μια άλλη φάση αυτής της ιστορίας».

Υπάρχει και ένα άλλο κεφάλαιο στην υπόθεση, βλέπετε, που έλαβε χώρα σχεδόν 15 χρόνια μετά τη δολοφονία του Κένεντι, και που προκάλεσε και τα περισσότερα ερωτηματικά σχετικά με το τι πραγματικά ήξερε ο Τζορτζ Ιωαννίδης.

Αμέσως μετά το φιάσκο του DRE, κι αφού η Υπηρεσία τον κάλυψε απολύτως (ο Ντικ Χελμς δεν ανέφερε ούτε λέξη για τη δράση του στην Επιτροπή Γουόρεν), ο Ιωαννίδης έφυγε από τις ΗΠΑ και ανέλαβε ξανά δράση στο Γραφείο της CIA στην Αθήνα. Η Υπηρεσία γνώριζε μεγάλες δόξες εκείνη την εποχή στα μέρη μας, καθώς προετοιμαζόταν το έδαφος για την έλευση της χούντας. Δεν είναι γνωστό το τι ακριβώς έκανε ο Ιωαννίδης στην Αθήνα, αλλά πρέπει να το έκανε καλά, καθώς στη συνέχεια πήρε άλλες δύο μεταθέσεις σε καυτά σημεία του πλανήτη, πρώτα στις Φιλιππίνες και μετά στη Σαϊγκόν. Το 1972 επέστρεψε στις ΗΠΑ, αλλά πλέον η καριέρα του πλησίαζε προς το τέλος της. Τα αφεντικά του, Χέλμς και Καραμεσίνης είχαν αρχίσει να χάνουν τη λάμψη τους, καθώς όλο και περισσότερα στοιχεία έβλεπαν το φως της δημοσιότητας για τη σκοτεινή τους δράση στο θέμα του Κάστρο, στη Χιλή και αλλού. Ο Χελμς παραιτήθηκε στις αρχές του ’73, και ο Καραμεσίνης τον ακολούθησε λίγο αργότερα. Η «ελληνική μαφία» άρχισε να διαλύεται (παράλληλα με την ελληνική χούντα), και ο Τζορτζ Ιωαννίδης αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί το 1975, και να αποσυρθεί στη Ουάσινγκτον με τη Βιολέτα και τους οικογενειακούς τους φίλους.

Σύντομα άρχισε να δουλεύει στο δικηγορικό γραφείο του φίλου του Τζορτζ Τσαρλς, του ελληνοαμερικανού δικηγόρου που ήταν ο νομικός σύμβουλος της ελληνικής πρεσβείας στην Ουάσινγκτον κατά τη διάρκεια της χούντας. Το 1976 στην πρεσβεία τίποτα δεν έδειχνε ότι η χούντα είχε πέσει –οι περισσότεροι χουντικοί υπάλληλοι και εκπρόσωποι διατηρούσαν κανονικότατα τη θέση τους. Λίγο καιρό αργότερα, ο Τζορτζ Ιωαννίδης προσελήφθη από την κυβέρνηση Καραμανλή για να δουλέψει στην πρεσβεία πάνω σε θέματα μετανάστευσης.

Ο Ιωαννίδης ήταν πια παππούς, συνταξιούχος, δούλευε για την πατρίδα μαζί με φίλους, και περνούσε τις μέρες του ξένοιαστα. Τότε, το παρελθόν του χτύπησε την πόρτα, και ξεκίνησε το τελευταίο και πιο σουρρεαλιστικό κεφάλαιο της ιστορίας.

Βλέπετε, μπορεί η Επιτροπή Γουόρεν να αποφάσισε ότι ο Όσβαλντ ενήργησε μόνος, αλλά το θέμα δεν έκλεισε εκεί. Κάτω από την λαϊκή πίεση, υπήρξαν τέσσερις επίσημες έρευνες στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 για τη δολοφονία του Κένεντι. Τον Ιανουάριο του 1978, ένα ψήφισμα του Κογκρέσου οδήγησε στη σύσταση μιας νέας Επιτροπής, που θα διερευνούσε νέα στοιχεία και θα έβγαζε ένα νέο πόρισμα για την υπόθεση.

Γεμάτοι ζήλο, οι νεαροί νομικοί-ερευνητές που διορίστηκαν από το Κογκρέσο άρχισαν να επισκέπτονται τα γραφεία της CIA και να ζητούν έγγραφα, και να κάνουν επίμονες ερωτήσεις. Η Υπηρεσία χρειαζόταν κάποιον να χειριστεί το θέμα, και να αναλάβει το θέμα της επικοινωνίας με την Επιτροπή. Ο τότε Σύμβουλος της CIA Σκοτ Μπρέκινριτζ διάβασε αρκετούς φακέλους υποψηφίων, και διάλεξε έναν συγκεκριμένο, για τον οποίο είχε ακούσει καλά λόγια στο παρελθόν: Τον Τζορτζ Ιωαννίδη.

Σύμφωνα με ερευνητές που δούλευαν για την Επιτροπή το 1978, στην αρχή υπήρχε αρκετά καλή συνεργασία με τη CIA, και γινόταν αρκετή πρόοδος στις έρευνες. Όλα αυτά τελείωσαν όταν ανέλαβε δράση ο Ιωαννίδης. Από την αρχή έκανε σαφές ότι δεν προτίθεται να βοηθήσει, και ότι η αποστολή του ήταν να παρεμποδίσει τις έρευνες. Οι ερευνητές αυτό το περίμεναν, καθώς η μυστικοπάθεια της Υπηρεσίας ήταν γνωστή. Δεν μπορούσαν όμως καν να υποπτευθούν το τι κρυβόταν πίσω από τον καλοστεκούμενο και αξιοπρεπέστατο κύριο, με τα ακριβά κοστούμια και τον αριστοκρατικό αέρα, με τον οποίο συναναστρέφονταν σχεδόν σε καθημερινή βάση.

Κάποια στιγμή, η έρευνα έφτασε στα γεγονότα του ’63 στη Φλόριντα, και οι ερευνητές ζήτησαν φωτογραφίες του Μανουέλ Σαλβάτ, του αρχηγού του DRE. Λίγο αργότερα, ζήτησαν μια λεπτομερή αναφορά για τις επαφές του DRE με τον Όσβαλντ, και πιθανή συσχέτιση Κουβανικών οργανώσεων με την δολοφονία. Ο Ιωαννίδης τους απάντησε «φωτογραφίες δεν υπάρχουν» στην πρώτη περίπτωση, και τίποτα στην δεύτερη. Οι ερευνητές συνέχισαν να πιστεύουν ότι απλά ο πράκτορας της CIA ήταν αναμενόμενα μη-συνεργάσιμος. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι μιλούσαν με τον άνθρωπο που ήξερε προσωπικά τον Μανουέλ Σαλβάτ, και που χρηματοδοτούσε το DRE μέχρι τρεις μέρες πριν από τη δολοφονία του Κένεντι. Μέχρι το πέρας των ερευνών, ένα χρόνο αργότερα, ο Τζορτζ Ιωαννίδης δεν είπε κουβέντα για τον προσωπικό του ρόλο στην υπόθεση.

Ο Ρόμπερτ Μπλέικι, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Notre Dame και επικεφαλής της Επιτροπής, είναι ακόμα και σήμερα, 26 χρόνια αργότερα, θυμωμένος με τον Ιωαννίδη.

«Όταν το Κογκρέσο ξεκίνησε τις έρευνες», λέει, «αρχίσαμε αμέσως να ψάχνουμε στοιχεία για το DRE, γιατί είχαν επαφές με τον Όσβαλντ πριν από τη δολοφονία. Το ότι ο Ιωαννίδης δεν μας είπε ποτέ ότι αυτοί ήταν οι δικοί του άνθρωποι με κάνει έξω φρενών. Είναι εγκληματικό αυτό που έκανε. Δεν έπρεπε να είναι αυτός ο εκπρόσωπος της CIA, έπρεπε να είναι μάρτυρας, έπρεπε να ορκιστεί και να καταθέσει αυτά που ξέρει». Η Επιτροπή του Μπλέικι ολοκλήρωσε τις εργασίες της το ’79, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο Όσβαλντ σκότωσε τον Κένεντι, υποστηριζόμενος από μια άγνωστη, αδιευκρίνιστη συνωμοσία. Η αλήθεια έμεινε ξανά στο σκοτάδι, και ο Ιωαννίδης, έχοντας επιτελέσει την αποστολή του, επέστρεψε στην συνταξιοδότηση και χάρηκε τα υπόλοιπα 11 χρόνια που του απέμειναν με την οικογένειά του. Πέθανε στις 9 Μαρτίου του 1990 στο Τέξας, στο χειρουργικό τραπέζι, κατά τη διάρκεια μιας εγχείρησης ανοιχτής καρδιάς.

Αν δεν ψηφιζόταν ο νόμος του 1992, που απαιτούσε τον άμεσο αποχαρακτηρισμό όλων των απόρρητων εγγράφων που είχαν σχέση με τη δολοφονία του Κένεντι, πιθανότατα δεν θα μαθαίναμε ποτέ τίποτα για τη δράση του Τζορτζ Ιωαννίδη. Κι αυτά που μάθαμε, είναι αποσπασματικά. Ήξερε ο Ιωαννίδης την σχέση Όσβαλντ-DRE πριν από τη δολοφονία; Τι άλλο ήξερε; Πόσο κοντά ήταν στην οργάνωση; Σε ποιο βαθμό την έλεγχε τελικά; Μήπως το ταξίδι του Σαλβάτ στο Ντάλας ένα μήνα πριν από τη δολοφονία δεν ήταν τυχαίο; Πολλές υποθέσεις μπορούν να γίνουν –και οι περισσότεροι από τους δεκατρείς αρνούνται να μιλήσουν δημόσια για τις υποψίες τους. Ο Ρόμπερτ Μπλέικι, πάντως, δεν πιστεύει ότι ο Έλληνας πράκτορας είχε σχέση με τη δολοφονία. Είναι σίγουρος όμως ότι ήξερε κάτι, ένα στοιχείο, που θα αθώωνε τον Όσβαλντ, αλλά θα έφερνε σε δύσκολη θέση την Υπηρεσία. Από την άλλη, ένας από τους νεαρούς ερευνητές που δούλεψαν (ή, τουλάχιστον, προσπάθησαν να δουλέψουν) με τον Ιωαννίδη το ’78, πιστεύει ακράδαντα ότι ο πράκτορας είχε –και έκρυβε- στοιχεία που θα αποκάλυπταν μια συνομωσία.

«Η CIA λέει ότι δεν υπάρχουν άλλα έγγραφα», λέει ο Τζέφερσον Μόρλεϊ σήμερα. «Αλλά δεν το πιστεύω. Οι μηνιαίες εκθέσεις του Ιωαννίδη από το 1963, για παράδειγμα, λείπουν». Ο Μόρλει κατέθεσε μήνυση κατά της CIA στο τέλος του 2003, με την οποία απαιτεί την δημοσιοποίηση όλων των στοιχείων της Υπηρεσίας για την υπόθεση.

«Είναι τραγικό», δήλωσε ο Τζέραλντ Πόσνερ, «να χρειάζεται να προσφύγει κανείς στα δικαστήρια για να αναγκάσει την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών να δώσει στη δημοσιότητα πληροφορίες τις οποίες ο λαός δικαιούται να γνωρίζει». Τώρα, οι δεκατρείς συγγραφείς της επιστολής, και μαζί τους ένα έθνος που διψάει για απαντήσεις, απλά περιμένουν. Το μυστικό του Τζορτζ Ιωαννίδη για την ώρα παραμένει κρυφό, ασφαλές, στα απόρρητα αρχεία της CIA, και στο νεκροταφείο Parklawn, στο Ρόκβιλ του Μέριλαντ.