Διονύσης Σαββόπουλος

“Στα 19 μου παράτησα τη Νομική και κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα κάνοντας ωτοστόπ, με ένα φορτηγό, για να γίνω μουσικός. Έχω πει αυτή την ιστορία πάρα πολλές φορές, βαριέμαι να την επαναλάβω.

Όταν αποφάσισα να γίνω μουσικός στενοχώρησα τον πατέρα μου, γιατί αυτός ήθελε να με δει να γίνομαι κάτι που καταλαβαίνει. Έφυγα απ’ το σπίτι. Στην αρχή ήταν δύσκολα, έκανα διάφορες δουλειές, ακόμα και σε παγκάκια κοιμήθηκα. Αλλά πάντα ήξερα ότι αυτό είναι το σωστό, ότι αυτή που πήρα ήταν η σωστή απόφαση.

Όταν ήμουν νεότερος, περπατούσα μεγάλες αποστάσεις μέσα στην πόλη. Από την Κυψέλη που έμενα, περπατούσα μέχρι την Πλάκα. Και πολύ γρήγορα απομονωνόμουν από το περιβάλλον γύρω μου, και έφτιαχνα μελωδίες στο μυαλό μου –πάντα μαζί με τους στίχους. Μπορούσα να τις φτιάχνω, να τις σβήνω και να τις αλλάζω στο μυαλό μου. Αυτό με βοήθησε πολύ όταν βρέθηκα στη φυλακή, κατά τη διάρκεια της χούντας. Μπόρεσα να γράψω δυο τραγούδια μέσα στο κελί, χωρίς χαρτί και μολύβι.

Αυτοί που με επηρέασαν, κατά χρονολογική σειρά: Κάρολος Ντίκενς, Αλέκος Σακελάριος, Βασίλης Τσιτσάνης, Γιόχαν Στράους, Τζέημς Ντιν, Μάνος Χατζιδάκις, Φεντερίκο Φελίνι, Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Γιώργος Ιωάννου, Ίγκορ Στραβίνσκι, Ζορζ Μπρασένς, Μπομπ Ντίλαν, οι Beatles, Φράνσις Φορντ Κόπολα, Φρανκ Ζάπα. Αυτά μέχρι τα 25. Μετά δεν έχει επιρροές ο άνθρωπος.

Η αλήθεια είναι ότι λείπουν οι σημαντικές φυσιογνωμίες σήμερα στην ελληνική μουσική. Ξέρετε κάτι όμως; Στις «εύκολες» εποχές, σαν αυτή που ζούμε, ο μέσος όρος είναι που ανεβαίνει. Τα παιδιά που φτιάχνουν μουσική σήμερα έχουν καταπληκτικές σπουδές, και όχι μόνο σχετικές με τη μουσική τους. Αν και δεν έχουμε τις μεγάλες μορφές, το επίπεδο πολιτισμού που έχουμε σήμερα είναι ανώτερο από αυτό που είχαμε πριν από 20 χρόνια.

Η πρώτη επαφή που έχει το έμβρυο με τον κόσμο είναι ο ήχος. Ακούει ήχους απ’ έξω, ακούει την καρδιά της μάνας του. Ο ήχος είναι πολύ μυστήριο πράγμα. Ίσως γι’ αυτό η μουσική να είναι η πιο διεισδυτική από όλες τις τέχνες. Μπορεί να σε ανεβάσει, μπορεί και να σε ρίξει. Και ακόμα περισσότερο το τραγούδι. Το τραγούδι είναι ομιλία που μαγεύτηκε. Όπως ο χορός είναι μια μαγεμένη βάδιση.

Αποφάσισα να ασχοληθώ με τη μουσική όταν άκουσα τραγούδια του Χατζιδάκι στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Ήταν εντελώς διαφορετικά από ότι είχα ακούσει ποτέ. Κατάλαβα τότε ότι αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να εκφράσει την αλήθεια του μέσα από αυτά τα τραγούδια. Αυτό θέλησα να έκανα κι εγώ: Να πω κάτι μοναδικό που περιέχω.

Η μουσική είναι εσωτερική μου ανάγκη. Δεν είμαι καλά αν δεν ασχολούμαι μαζί της.

Τι χρειάζεται ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος; Πίστη, έργο, και αγάπη.

Το 1989 βγήκα στο ΖΟΟΜ με «Το κούρεμα», καινούρια τραγούδια, και είδα σιγά-σιγά το μαγαζί να αδειάζει. Αυτά τα τραγούδια δεν άρεσαν στον κόσμο. Δύο χρόνια μετά, με τα ίδια τραγούδια, ήταν όρθιοι και χειροκροτούσαν. Πολύ το χάρηκα αυτό.

Ο καλλιτέχνης πρέπει να αφουγκράζεται το κοινό του. Αλλά δεν είναι απαραίτητο και να συμφωνεί μαζί του.

Θυμάμαι με συγκίνηση τη μία και μοναδική φορά που εμφανίστηκε μαζί μου ο Μάρκος Βαμβακάρης. Ήταν στο Rodeoclub. Ήταν η τελευταία του συναυλία. Πέθανε λίγο μετά.

Με ευχαριστεί που πολλά τραγούδια μου τα διασκευάζουν και τα φωνάζουν ως συνθήματα στα γήπεδα. Είναι πολύ αστείο. Και είναι κάτι αυθόρμητο, όχι κάτι κατευθυνόμενο. Αυτό που μου κάνει μεγάλη εντύπωση είναι το ότι τα περισσότερα τραγούδια που διασκευάζουν είναι έντεχνα, του Τσιτσάνη, του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι. Ποτέ δεν κάνουν σύνθημα ένα σουξέ του συρμού.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να προσέχει τι λέει, πώς το λέει, και πότε το λέει. Πρέπει να τηρεί το πρωτόκολλο. Ένας καλλιτέχνης από τη φύση του δεν το κάνει αυτό. Γι’ αυτό νομίζω ότι ο νέος Πρόεδρος δεν θα έπρεπε να είναι καλλιτέχνης.

Εμείς οι Έλληνες θέλουμε να γίνουμε μοντέρνοι. Και θα ήταν πολύ εύκολο να το καταφέρουμε, θα ήταν εύκολο να γίνουμε ένα ανθυπο-Βέλγιο, αλλά εμείς δεν θέλουμε μόνο αυτό. Θέλουμε να κρατήσουμε και την ψυχή μας. Αυτό οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες το κατάφεραν μέσα σε 500 χρόνια. Πάντως, κι αν το καταφέρουμε, θα είναι σαν να χτίσαμε ξανά μια Αγια Σοφιά, σαν να φτιάξαμε νέο Παρθενώνα. Θα είναι τέτοιας τάξης επίτευγμα.

Ο καλλιτέχνης διαλέγει αυτό που του αρέσει, είτε το βρίσκει στα σκουπίδια είτε στα σαλόνια. Κι αν μάλιστα το βρίσκει στα σκουπίδια, ακόμα καλύτερα. Είναι περισσότερο μάγκας.

Νομίζω ότι ο κόσμος μπαίνει σε μια πιο συντηρητική περίοδο. Αλλά κι αυτό θα περάσει.

Η μουσική έχει επτά νότες, και το αλφάβητο 24 γράμματα. Δεν αποκλείεται να έχουν γραφτεί όλα. Αλλά ο κάθε άνθρωπος έρχεται στη ζωή για πρώτη φορά. Και κάνει αυτά που κάνουν όλοι, μεγαλώνει, αγαπά, φροντίζει τα μικρά του. Αλλά τα κάνει με το δικό του, προσωπικό, διαφορετικό τρόπο.

Κάποτε υπήρχε ολόκληρος μηχανισμός για να έχει νερό ένα σπίτι. Έπρεπε να χτίσουν δεξαμενή, να το μεταφέρουν με στάμνες και κανάτες. Μετά ξαφνικά το νερό μπήκε στο σπίτι με σωλήνες. Για λίγο καιρό η υδροδότηση με τους σωλήνες συνυπήρξε με τις κανάτες και τις στάμνες, μέχρι που οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι δεν τις χρειάζονται. Σ’ αυτή την κατάσταση είμαστε τώρα. Στο μέλλον η μουσική θα ρέει σε όλα τα σπίτια, σαν νερό. Και στις πολυκατοικίες θα θέλουν αυτόνομη μουσική, όχι κεντρική, για να ακούν ότι θέλουν, όπως γίνεται σήμερα με τη θέρμανση.

Ακόμα και το μεγαλύτερο αριστούργημα μπορεί να γίνει ενοχλητικό αν το ακούσεις στη λάθος στιγμή. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει καλύτερο κομμάτι για τη Μεγάλη Παρασκευή από τα Εγκώμια. Αλλά δεν θα ήθελα να τα ακούω και στην πλαζ. Εκεί είναι καλύτερη η Γουίτνεϊ Χιούστον.

Η σημερινή μουσική; Ξηρασία. Λίγα πράγματα. Η Μπγιόρκ μου άρεσε.

Ένα τραγούδι που θα ήθελα να έχω γράψει εγώ: «Μην τον ρωτάς τον ουρανό», του Χατζιδάκι. Βέβαια, αν το έγραφα, θα το έγραφα αλλιώς, και δεν θα μου άρεσε.

Τα δικά μας τραγούδια τα έχουμε γράψει, σβήσει και διορθώσει δεκάδες φορές, και στο τέλος τα έχουμε βαρεθεί. Είναι η μοίρα μας, να μας συγκινεί μόνο το τραγούδι του άλλου. Γιατί μόνο αυτό είναι αναπάντεχο. Γι’ αυτό θέλουμε τον άλλο: Δεν είναι δυνατό να μας γοητεύσει ο εαυτός μας. Αυτόν τον ξέρουμε πια πολύ καλά, δεν μπορεί να μας εκπλήξει. Ή μήπως μπορεί;”