Γρηγόρης Βαλτινός

valtinos

Πολλές φορές η ιστορία της ανθρωπότητας γράφτηκε από τις μειονότητες. Από τις αποκλίσεις. Αυτές τις ψυχές δεν μπορείς να τις βγάλεις στο περιθώριο. Δεν μπορείς να αποκλείσεις τις αποκλίσεις.

Ο Ζιλ Ντασέν μου έμαθε ότι χωρίς πολλή δουλειά δεν γίνεται τίποτα. Ξύπναγε με ωράριο, σαν να πήγαινε στο εργοστάσιο, από τις έξι το πρωί. Μου αρέσει αυτό. Δεν πιστεύω πολύ στην έμπνευση, ούτε στον αυθορμητισμό. Η έμπνευση είναι προϊόν δουλειάς. Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος. Αν δεν έχεις μέσα σου υλικό, τι να εμπνευστείς;

Τη μεγαλύτερη ικανοποίηση την αισθάνομαι όταν με πλησιάζουν άντρες και μου μιλάνε για μια παράστασή μου που είδαν στο θέατρο. Γιατί η γυναίκα μπορεί να είναι και επηρεασμένη κι από τη λίμπιντό της, να με πλησιάζει γιατί της αρέσω ως άντρας. Τα κίνητρά της είναι θολά. Ο άντρας σε πλησιάζει απλώς γιατί σε εκτιμάει.

Η επιτυχία μου είναι ότι δεν εξαρτώμαι από επιτυχίες.

Η πρώτη γυναίκα που ερωτεύτηκα ήταν μια συμμαθήτριά μου στο δημοτικό. Μου άρεσε τόσο πολύ, ήταν τόσο όμορφη. Όταν διάβαζα αργότερα παραμύθια ή μυθιστορήματα και οι συγγραφείς έβαζαν περιγραφές όμορφων κοριτσιών, το δικό της πρόσωπο σκεφτόμουν. Δεν της το είπα ποτέ. Η ατυχία ήταν ότι έμενε πολύ κοντά στο σχολείο, οπότε ο χρόνος που είχα για να την πάρω από πίσω και να τη χαζεύω ήταν πολύ λίγος. Θα ήθελα να μένει είκοσι χιλιόμετρα μακριά και να περπατάω δίπλα της και να την κοιτάω. Δυστυχώς έμενε περίπου στα είκοσι μέτρα.

Ποια ήταν η πρώτη γυναίκα που με ερωτεύτηκε; Αυτή που ήταν πίσω από μένα όταν εγώ ακολουθούσα τη Μαρία.

Η Μελίνα ήταν η απόλυτη σταρ. Κόλλαγες δίπλα της για να παρακολουθήσεις την κάθε της κίνηση, την κάθε της άποψη. Ήταν αυθόρμητη κι αληθινή και ταυτόχρονα μπορούσε να παρατηρεί τον εαυτό της. Είχε τον έλεγχο. Δούλεψα μαζί της στην πρώτη θεατρική μου δουλειά. Πέρναγα απ’ το καμαρίνι της κι από σεβασμό ούτε που κοίταγα μέσα. Μόλις το σώμα μου πέρναγε απ’ την πόρτα άκουγα μια φωνή από μέσα: «Δε μ’ αγαπάς». Κι έκανα όπισθεν και τη ρώταγα «γιατί το λες αυτό». «Περνάς και δε μου δίνεις σημασία». Μόλις είχε γυρίσει απ ’το εξωτερικό, ήταν μια θεά, και με πείραζε συνέχεια. Αν και ήμουν πανύψηλος, της άρεσε να με βάζει να κάθομαι στα πόδια της. «Μα δε σε κουράζω εδώ που κάθομαι;» τη ρώταγα. «Όχι, μ’ αρέσει». Εγώ να τρέμω ολόκληρος, να είμαι τρομερά αμήχανος, μπροστά σ’ αυτό το μύθο, κι αυτή να μου λέει διάφορα χαριτωμένα. «Κάτσε κάτσε, θέλω να περάσει ο Τζούλι και να ζηλέψει».

Πάσχουμε από μια παράλογη παρελθοντολαγνεία. Προσπαθούμε να βρούμε τα ίδια πράγματα που υπήρχαν παλιά στην εποχή μας. Τους ίδιους σταρ. Τα ίδια πρότυπα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει. Κάθε εποχή έχει τα δικά της παράγωγα, τη δική της μυθολογία.

Τα σημαντικά πράγματα για μια κοινωνία είναι πέντε: Παιδεία, παιδεία, παιδεία, παιδεία και παιδεία.

Είμαι υπέρ της λογοκρισίας. Είμαι υπέρ της επιβολής. Είμαι υπέρ μιας επιτροπής που θα φροντίζει την πνευματική μας τροφή και την αισθητική μας. Παλιά αυτή επιτροπή υπήρχε: Ήταν ο Ελύτης, ο Καβάφης, ο Εμπειρίκος, ο Κουν, ο Ροντήρης, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης. Τώρα έχουμε θεοποιήσει κάτι γατιά που ξεγυμνώνονται πάνω στην πίστα και απαγγέλλουν την ποίησή τους με τα στήθη έξω.

Ποτέ δεν ένιωσα ωραίος στο θέατρο. Πάντα στα γκάλοπ έβγαινα τελευταίος, και υπήρχαν πολύ πιο ωραίοι από μένα στη σκηνή. Η τύχη μου ήταν ότι δεν με εξέλαβαν ποτέ ως το τεκνό της εποχής. Εκείνη την ώρα μπορεί κάτι τέτοιο να σε γεμίσει ανασφάλεια, γιατί δεν έχεις ένα εξώφυλλο για την ομορφιά σου, δεν έχεις ένα βρεγμένο κορμί που βγαίνει από τη θάλασσα στα περιοδικά, δεν έχεις κορίτσια που σε περιμένουν έξω από το καμαρίνι σου να σε γεμίζουν αυτοπεποίθηση. Αλλά έτσι μπορείς να συγκεντρωθείς στη δουλειά σου, κι έτσι μπόρεσα να γίνω καλλιτέχνης, ηθοποιός.

Μ’ αρέσουν πολύ γρήγορες εκδρομές, να πετάγομαι κάπου, κι ας είναι συνδυασμένο με δουλειά. Μια από τις πιο αγαπημένες μου φράσεις στο τηλέφωνο είναι το «Δυστυχώς είμαι εκτός Αθηνών». Λατρεύω να το λέω.

Πιστεύω ότι ο δικός μου τελικός απολογισμός θα είναι θετικός. Πιστεύω στην κρησάρα του κοινού, τη φυσική μαθηματική πράξη που γίνεται στο χώρο. Είμαι απόλυτα ικανοποιημένος, το κοινό θα με βάλει εκεί που μου αξίζει.

Δεν αισθάνομαι επίκαιρος μόνο κάθε φορά που έχω ένα σίριαλ στην τηλεόραση, αισθάνομαι μια μόνιμη αποδοχή ακόμα κι αν παίζω μόνο στο θέατρο. Ο τρόπος που με πλησιάζει κάποιος και μου μιλάει έχει να κάνει με το σύνολο της παρουσίας μου, και όχι με μια ευκαιριακή  επιτυχία που μπορεί να έχω.

Στην Ξάνθη μεγάλωσα μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών. Θυμάμαι ένα λοφίσκο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι μου, μέσα στα χωράφια, και εκεί πηγαίναμε για εκδρομή τα πιτσιρίκια. Παίρναμε στην πετσέτα ψωμί, ελιές, τυρί και χαλβά και ανεβαίναμε για να τα φάμε, κοιτάζοντας τη θέα. Είχαμε την εντύπωση ότι ανεβαίναμε στο Έβερεστ. Ο λοφίσκος υπάρχει ακόμα εκεί, τον βλέπω όποτε πηγαίνω. Τον ανεβαίνω με δέκα βήματα.

Δεν έχω δημιουργήσει εχθρότητες και αντιπάθειες. Δεν έχω αισθανθεί ανταγωνιστικά. Εμείς οι ηθοποιοί είμαστε λίγο σαν τα ζώα, μυρίζουμε ο ένας τον άλλο και καταλαβαίνουμε ποιος μας ταιριάζει, ποιος είναι συμβατός.

Αν δεν ασχολιόμουν με το θέατρο, μάλλον θα τραγουδούσα. Είναι κάτι που μου είναι αγαπητό και εύκολο. Θα ήθελα να τραγουδώ έντεχνα, σε μουσικές σκηνές, σε συναυλίες. Κάτι που δεν θα μπορούσα να τραγουδώ σε νυχτερινά σκυλάδικα. Δεν το αντέχω. Θαυμάζω αυτούς που την κάνω, αλλά είναι μια ζωή που δεν θα μπορούσα να αντέξω.

Ο πολιτισμός μας φαίνεται από το πώς συμπεριφερόμαστε σε οτιδήποτε ανυπεράσπιστο.

Καμιά φορά φτάνω στα άκρα για να μη νομίσει ο άλλος ότι του φέρομαι υπεροπτικά επειδή είμαι γνωστός, και πληγωθεί. Γίνομαι υπερπροστατευτικός και υπερευαίσθητος και υπερυποχρεωτικός, για να μην πάει ποτέ το μυαλό του εκεί. Είναι ένα άγχος μου αυτό.

Δεν το ‘χω καταλάβει καλά το κομπιούτερ. Παλιά όταν γράφαμε στο χαρτί ή διαβάζαμε δεν καταναλώναμε τόσο χρόνο. Είναι όλα χρήσιμα αυτά που βλέπεις εκεί, ή χαζεύεις;

Πότε ένιωσα πλήρης και χορτασμένος; Πριν από οκτώ χρόνια. Έπαιξα τον δεύτερο αγαπημένο μου ρόλο, που ήταν ο Οιδίπους. Ο πρώτος ήταν ο Βιολιστής στη Στέγη.

Ένα απωθημένο έχω: Να παίξω στο σινεμά. Βλέπετε, οι ταινίες που ήθελα δεν με ήθελαν, κι οι ταινίες που με ήθελαν δεν μου άρεσαν.

Φαντάζομαι ότι θα είμαι στη σκηνή και θα παίζω μέχρι την ηλικία των εξακοσίων είκοσι επτά. Εκεί θα πω «στοπ».